Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Ερωτικό

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Σε αλαργινούς καιρούς που με περίσσιο πάθος
Στεφανωμένοι ολόλευκους ανθούς
Στου πέλαγου ανοιχτήκαμε το βάθος
Λάμνοντας μ’ ένα γυμνό κουπί.


Ήσουν εσύ που δίπλα μου καθόσουν
Με τα γυμνά τα πόδια στο νερό
Τα περασμένα κάλλη σου θυμόσουν
Και μέτραγες τον άλλο τον καιρό.


Τριαντάφυλλο στο στήθος είχες καρφώσει
Αιμάτινο σημάδι ερωτικό
Και είχες περίεργα τα μάτια σου στυλώσει
Στον άπατο και γλαφυρό βυθό.


Αλήθεια, ζούμε, ρώτησες, θυμάμαι
Κι απόκριση δεν πήρες από εμέ
Γιατί ένα σύννεφο μας έσπρωξε και πάμε
Να σε ανταμώσουμε ουρανέ.

Τραγούδι της Ανατολής

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Κάποιο καράβι μακρινό
Μας φέρνει
Απ’ την Ανατολή
Σκέψεις τρεχούμενες στο νου
Γλυκά τραγούδια
Μύριες εικόνες μυθικές, χίλιες φωνές
Που στην ψυχή μας μπαίνουν δίχως δισταγμό
Γλυκό συνταίριασμα νου και καρδιάς
Σ’ ένα κορμί πλασμένο
Με τα χειρότερα υλικά.
Ακούστε το, λοιπόν, που τραγουδάει
Μουντά παραθυρόφυλλα πετάξτε
Αμπάρες, κλειδαριές, σιδερικά
Κι αφήστε νάμπει μέσα σας ζωή
Απ’ τη ζωή του κόσμου.


Οι κλειδαριές εσκούριασαν
Και δεν ανοίγουν πια!
Πού το κουράγιο για τραγούδι και χορό;

Επιτύμβιο ενός τρωγλοδύτη

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Γεννήθηκα στο βάθος μιας χαράδρας
Στην κόχη μιας ελιάς.
Μετατοπίστηκα μονάχα
Όσο μου ήταν απαραίτητο να ζήσω
Τόσα χρόνια που περάσαν πια.


Τώρα σας χαιρετώ, δεν έχω τάφο
Ξύλινο ή μαρμαρένιο
Και λόγια σαν αυτά
Με την πνοή του αέρα
Διασχίζουνε το σύμπαν
Δίχως ειρμό στη σκέψη.

Δοκιμή δεκαπεντασύλλαβη και όχι μόνο

του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Περιμάζωξε την αντρειά, την τόλμη παλικάρι
Και βάλε στο θηκάρι σου το φονικό μαχαίρι.
Εδώ δεν είναι πόλεμος για άντρες και παλικάρια
Για να ριχτείς αστόχαστα στα μαρμαρένια αλώνια
Δεν είν’ καιρός για πάλεμα με χάροντες κι ακρίτες
Εδώ είναι ο λιόντας ο σκληρός με τα τριμμένα δόντια
Που παραδέρνει ολημερίς τη νύχτα αναθαρρεύει
Ως νάρθει η ώρα η μυστική να βρει το θάνατό του
Από του δίκαιου το ατσάλινο το φοβερό το όπλο.
Εδώ προδότες μυσαροί μολύνουν τον αέρα
Βρωμιάρηδες, τσιφούτηδες που τα γυναίκεια ρούχα
Τους τα ταιριάζουν μια χαρά της εργατιάς οι ασίκες.


Κάτσε στην άκρη μια στιγμή, κάτσε να ξαποστάσεις
Κι ύστερα μπαίνεις στο χορό σαν έρθει η άξια η ώρα
Για να τα νιώσουν όλοι τους τα μπράτσα τ’ ατσαλένια
Και τα σφυροκοπήματα της τρομερής γροθιάς σου.
Υπομονή κι όλα θαρθούν ως τα ποθείς λεβέντη
Γιατί το δίκαιο δε μπορεί παρά να επικρατήσει.


Έτσι μας μίλαγαν χρόνια και χρόνια
Και μας αποκοιμούσαν
Γιατί εύκολο να ελπίζεις κι ανώδυνο
Δύσκολο όμως να πιστεύεις
Κι ακόμη πιο δύσκολο να πράττεις
Δεκαπεντασύλλαβε παλικαρά.

Ελπίδα

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Πόνος βαθύς κι απροσμέτρητος
Συνταράζει την ψυχή μας
Ως τα μύχια της
Αντίλαλος είναι η φωνή μας
Φωνών ξεχασμένων
Αντίγραφο είναι η μορφή μας
Μορφών πεθαμένων
Που διάβηκαν σαν είδωλα μες στο θαμπόφεγγο.
Άκουσε… είδε… κανείς;
Πότε; Και πού;


Πιασμένοι σε αρπάγες γερές
Σαν άρπαγες
Μιας λειψής κι απερίσκεπτης στάσης
Πολεμάμε να βρούμε το δρόμο μας
Κάθε μέρα
Σε λάσπες, σε πέτρες, σε θρύψαλα
Σε σκοτεινά μονοπάτια αδιάβατα
Ώσπου νάρθει η στιγμή
Ν’ αγκαλιάσουμε
-Τελευταία μας πράξη συνειδητή-
Τη χαρά της ζωής τη δόξα του θανάτου.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Φυγή

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Βαριές οι ανασαιμιές της νύχτας
Θολώνουν τη σκέψη απρόσμενα
Κι η θάλασσα
Δίνει μια γεύση πικρής δυσφορίας
Στα δύσκολα χρόνια της νιότης
Ενώ
Τα πεσμένα φύλλα των δέντρων
Και το κίτρινο φως του φεγγαριού
Δείχνουν τον εύκολο δρόμο της φυγής.


(Αποφάσεις της στιγμής παρμένες στο πόδι
Που δε βρίσκουν τη δύναμη να σπάσουν
Τη σκληρή μοναξιά της απέραντης θάλασσας).

΄Υδρα

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Πέτρα μπηγμένη στο πέλαγος
Απ’ του Φοίβου τη βούληση
Με καρδιά που χτυπάει ξανά στο ρυθμό της ζωής
Σαρακοφαγωμένο της πατρίδας μου πρόσωπο
Αληθινή πελαγίσια της όψη
Πείσμα και πάθος θεοτικό
Για της ζωής το στερέωμα
Σε αφιλόξενα χώματα
Πέτρα πάνω στην πέτρα
Στο αμόνι του Ήφαιστου πλασμένη
Με αγνά υλικά
Ύδρα το φως της ψυχής μου.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Τέσσερις εικόνες του μεσημεριού κι ένας επίλογος

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Α΄


Με τα βλέφαρα κάτω γερμένα
Απ’ τ’ ανείδωτο φέγγος
Που δεν το αντέχει το μάτι καθόλου
Μετράμε το βιός και τον βίο μας.
Επιταγές που δε μπορούν πια να εξαργυρωθούν
Κι ας το λέει ο ποιητής με περισσή πειστικότητα
Και δυσοίωνες σκέψεις
Στου ρυακιού την απάνεμη άκρη
Σηκώνοντας βάρη ασήκωτα.
Κι όμως μπράτσα δεν κάνουμε!
Η προπόνηση γίνεται δίχως τάξη και σύστημα.


Β΄


Φλογισμένες ματιές στον ατέρμονα ορίζοντα
Για ένα σημάδι μικρό της ελπίδας κι αδιάψευστο.
Τη ζωή μας που ως τώρα τη ζήσαμε, σύντροφοι
Την ίδια για πάντα θα ζούμε;
΄Εχει ο καιρός γυρίσματα
Κι ο κύκλος
Μήτε τέλος μήτε αρχή!


Γ΄


Στις ίδιες γραμμές
Στα ίχνη τα ίδια πατούμε
Στα ίδια τοπία στις πέτρες τις ίδιες
Μονότονοι ήχοι κουράζουν τ’ αυτιά μας
Κι οι αμφιβολίες οι ίδιες διασχίζουν το νου μας.
Το τέλος της πλήξης αργεί
Και δεν θάρθει ποτέ λυτρωμός.
Προς τι, άλλωστε;


Δ΄


Καλντερίμια στενά και αδιάβατες στράτες
Στα ρημάδια του σήμερα
Σημαίες, ευχές και παράτες
Για μια ανέλπιστη χίμαιρα.
Μη θαρρείς πως η σκέψη διαβαίνει
Χωρίς κόπο κι αγώνα τρανό
Μα σαν νιώσεις και συ τι σου μένει
Και φορέσεις αγόγγυστα
Το αδιάφορο ιμάτιο των σκεπτικών φιλοσόφων
Την αδιάφορη ζωή που διάγεις
Μπορείς να την αφήσεις
Σ’ έναν άλλον, αλλόκοτο κόσμο να ζήσεις;


Ε΄


Πολλές οι απορίες λίγες οι απαντήσεις.
Πώς ν’ αντέξει ο νους και να μείνει
Όρθιος ο άνθρωπος
Παρόλο που γεννήθηκε να περπατάει με τα τέσσερα.

Ερωτική αυτογνωσία ή ο μίτος της Αριάδνης

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Τρέχει να δει
Το ακαθόριστο περίγραμμα της μορφής της
Σε καθρέφτη πελώριο.
Μέτωπο αδρό πνιγμένο στον ίδρωτα.
Μάγουλα κόκκινα
Σαν το αίμα που χύνεται σε άδικο πόλεμο.
Στο βάθος
Η σκοτεινή της ματιά
Σαν τη λάμψη καλοκαιρινής αστραπής
Που χάνεται γρήγορα μες στο σκοτάδι
Στο μεταίχμιο των καιρών και των τόπων.
Τσιμπιές στην καρδιά, στο στομάχι. Λαχτάρα.
Τα βλέφαρα γέρνουν γλυκά και φωτίζεται ο χώρος.
Αυτό ήταν, λοιπόν, το σαράκι, ο έρωτας
Που δίχως να ξέρει το πώς, το γιατί
Απ’ το τώρα στο πάντα την κάρφωσε με βέλος πικρό;
Υπεύθυνο λένε
Το σπασμένο βιολί του τσιγγάνου
Και το νερό της πηγής που δροσίστηκε κάποιο πρωί.

Πορεία

Τραβάμε μπροστά με τα πόδια γεμάτα πληγές
Από τ’ αγκάθια, τους σβώλους και τις πέτρες
Με τα αιχμηρά πρόσωπα και τη θλιμμένη ενσάρκωση
Των υποτυπωδών βραχογραφημάτων της ψυχής μας.
Μια ελπίδα, λένε, μας σπρώχνει δειλά κι αδιόρατα
Στο μελλούμενο που όλο πλησιάζει. Το άγνωστο
Δεν μας τρομάζει πια
Μια και μάθαμε χρόνια και χρόνια
Ντυμένοι το μαύρο σκοτάδι της ζωής μας
Να βαδίζουμε μονάχοι
Τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες
Μ’ ένα καλαμένιο μπαστούνι για οδηγό.


Σημείωση: Τα καλάμια είναι ευλύγιστα
Σαν τις ραχοκοκαλιές των χαφιέδων
Όμως κάποτε ξεραίνονται και δεν λυγάνε.
Τότε τα σπάζουν στην πλάτη μας
Και μας ρημάζουν.

Καρτερία

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Μολυσμένο το νερό που πλένεις τα δόντια σου.
Σιμά σου κοντόθωροι άνθρωποι
Σεργιανίζουν αδιάκοπα σαν κουρδισμένοι
Αγνοώντας την κάθε στιγμή της εξέλιξης.
(Αυτό έλειπε, δα! Γιατί πώς θα γίνονταν όλα
Κατά βούλήσιν και παρ’ ελπίδα;)
Βράχια και πέτρες με δέντρα γυμνά από φύλλα
Και κραυγές, μυριάδες κραυγές
Σε μυριάδες αποχρώσεις ποιού και ποσού
Και συ ριζωμένος στη μέση της γνώσης
Χωρίς βούληση, σκέψη ή φροντίδα
Με μια υποψία και μόνο ελπίδας και πίστης
Συνεχίζεις να ζεις κι αναμένεις την ώρα
Που θάβγεις, αν θάβγεις, στο φως.



Δεν έμαθες ποτέ
Πως η τελευταία έκλειψη του ήλιου
Διαρκεί ακόμα
Αιώνες τώρα!


Προς τι και γιατί
Άλλωστε;

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Το τέλος της αναμονής

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Τρία πεθαμένα γυφτόπουλα και μια νεκρή όαση
Τυλιγμένα στο μαύρο πέπλο της αναμονής
Ανάμεσα στη μπόχα που ανάδιναν οι σκουπιδοτενεκέδες
Και η παράτα του κόσμου
Στο πιο πολύβουο μέρος της λεηλατημένης πολιτείας
Απ’ τις ατέλειωτες ορδές των βαρβάρων
Ιθαγενών και επήλυδων.
΄Ηταν γλυκιά η αναμονή. Μαυλιστική κι αγωνιώδης.
(Μπορεί και κάτι να γινόταν τότε
Ανήκουστο, ποιος ξέρει,
Που οι μελλοντικοί χρονικογράφοι να το περιλάβουν άκριτα
Στους ποταμούς των αφηγήσεών τους.)
΄Όμως ήρθαν απρόσκλητοι οι σκουπιδιάρηδες
Με τεράστια πηδήματα και εντυπωσιακούς θορύβους
Σαν σαλτιμπάγκοι που δραπέτευσαν απ’ το περιφερόμενο τσίρκο της πρωτεύουσας
Με τις άσπρες στολές και τα γαλάζια πλατύγυρα καπέλα
Και μάζεψαν αμέσως και χωρίς χρονοτριβή
Τα ανήμπορα κορμιά και τα νεκρωμένα κύτταρα της όασης.


΄Ετσι έκλεισε για πάντα
Μια σελίδα της Ιστορίας που δεν γράφτηκε ποτέ
Και περιμένουμε από τότε ανυπεράσπιστοι και μοιραίοι
Να μας πατήσουν στη μεγάλη πλατεία
Τα τεράστια μηχανικά σκαθάρια τους.

΄Αρνηση

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Μια πράξη γενναία, μοναδική
Που ξεχάστηκε πάνω στην ώρα της
Λόγια σκληρά που κανείς δεν ακούει
Σκοτάδι στα μάτια και θλίψη περίσσια
Ενδοιασμοί κι αποφάσεις παρμένες στο πόδι
Το τέλος αργεί
Κι η μια μέρα στην άλλη κολλάει
Χωρίς διάκριση, σύστημα, σκέψη ή ελπίδα
Κι εγώ
Χαμένο παιδί της γενιάς μου
Περιμένω μονάχος στην άκρη του δρόμου
Να βουτήξω για πάντα στην ύστατη ώρα
Στο μαύρο σκοτάδι που μας περιμένει
Κατά την αδήριτη αναγκαιότητα.


΄Ισως δεν είναι όλα μαύρα.
΄Ισως να υπάρχει κι άλλος δρόμος.
Ποιος ξέρει!
Η ζωή είναι όμως σκληρή, ό,τι κι αν πείτε.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

Μεσολόγγι 1973

« Ελεύθεροι πολιορκημένοι δεν θα υπάρξουν πια
Στη χώρα μας .» Απόσπασμα
Από λόγο επίσημου ρήτορα
Που εκφωνήθηκε βάναυσα
Στα γυάλινα νερά της λίμνης
Που ήταν κάποτε λίμνη.


Δακρυσμένε φρουρέ της ελπίδας
΄Υπαρξη θλιμμένη
Τι λες, θα ταφούν δια παντός οι παράτες,
Οι άνομες πράξεις, τα λόγια
Που κούφια πετούν κι ασυλλόγιστα
Κι οι αργυρώνητοι ρήτορες
Θα ταφούνε κι αυτοί δια παντός
Για να σπάσει το τείχος της σιωπής που μας σκεπάζει
Σαν τάφος ρημαγμένης πολιτείας;


΄Ελεος πια στρατοδίκες
Η λευτεριά δεν είναι μόνο μια λέξη!

Νοέμβριος 1973

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Απόλυσα έναν αετό
Που ανέβηκε στα ύψη.
Μεγάλο. Βασιλιά τρανό.
Μόλις είχε φυσήξει.


Αυτή η τρύπα στη μέση της καρδιάς του
Πώς μπάζει!
Κείτεται τώρα νεκρός.
Και σπαράζει.

Οιδίποδας

του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Γεννήθηκε σημαδεμένος
Απ’ τη συγγενική κατάρα των γονιών του.
Σημάδι αδιάψευστο η λάμψη των ματιών του
Σε σκοτεινό βαθούλωμα ωραίου προσώπου.
Προσπάθειες ατέρμονες, μαχητικές δε διώχνουν
Την τρομερή τη ύβρη από μέσα του.
΄Ετσι
Με ρημαγμένα σωθικά
Ως η χελώνα το καβούκι της
Αιώνια δίχως λυτρωμό θα σέρνει πάνω του
Τη θεϊκή κατάρα της αιμομιξίας.


΄Όμως το χάρηκες, Οιδίποδα, το πράμα. Μη μου πεις!
Κι ας λέει ο ηθικολόγος Σοφοκλής
Πως έβγαλες τα μάτια σου μονάχος.
Τι να τα κάνεις, άλλωστε!
Ο γερο-Τειρεσίας είχε μάτια;
Βυζιά και πέος είχε! Και αιδοίο!
Κατά τις περιστάσεις και το όργανο
Κατά τις περιστάσεις και το φύλο!

Σόλων, 612 π.Χ.

του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Στόλισε την ωραία κεφαλή του με άνθη πασχαλιάς και δάφνες
Και με σχισμένο το χιτώνα του, χωρίς ιμάτιο
Ανέβηκε στο βήμα των ρητόρων.
Στα ροζιασμένα από την πίκρα μάγουλα
Ρόδακας αρχαϊκός ζωγραφισμένος
Με πινελιές αδρές.
΄Ιωμεν ες Σαλαμίνα
Μαχησόμενοι περί νήσου ιμερτής. Φωνή
Σπασμένη από τον πόνο και το μίσος
Που την ψυχή της πόλης ρήμαζε καθημερινά.
Σαράκι αδηφάγο. Χαλεπόν τ’ αίσχος
Απωσόμενοι. ΄Ετσι τρελός
-ή σαν τρελός-
Οδήγησε το παθιασμένο στράτευμα
Κι η δάφνη στόλισε τη νιότη της Αθήνας.
Το χαλεπόν το αίσχος
Χαρά και δόξα έγινε κι αρχή
Για το θεμελίωμα του Λόγου και τις γενναίες πράξεις
Της λευτεριάς και της δημοκρατίας.


(Ποιο αίσχος και ποια Σαλαμίνα;
Και χαλεπόν; Και απωσόμενοι;
Αυτό το απωσόμενοι πού πάει;
Ποιος λόγος και ποια λευτεριά; Και ποια δημοκρατία;)
Η μια κατάκτηση που φέρνει την άλλη
Κι η πατρίδα
Κήρυκας διαπρύσιος της βίας και φύλακας της τάξης φοβερός!

Μνήμη Γιώργου Σεφέρη

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

΄Ηταν η ώρα του μισεμού σου δύσθυμη
Και του κορμιού σου η θλιβερή ευρωστία
Περιγέλιο στους κρατούντες, ποιητή.
Καταφρόνια, μίσος και καταλαλιά,
Μπόχα και καβαλίνες. Ανίεροι
Κοιτάζουν με τα έντρομα μάτια τους
Και δεν βλέπουν
Παρά μόνο το φως που σκοτώνει.
Και νέοι παντού. Μυριάδες νέοι ορκισμένοι και αλλόφρονες
Το φόβο που την καρδιά τους βάραινε
Να διώξουν
Να εκδικηθούν
Όσα με ρημαγμένους στίχους είχες υποδείξει
Στο θλιβερό το στάσιμο της λευτεριάς μεγαλυνάρι.

Άραγε διάβασαν τους στίχους σου ποτέ ή τους φαντάστηκαν;
Το φόβο που την καρδιά τους βάραινε τον διώξανε;
Ξέρουν να ονειρεύονται και ν’ αγαπούν;
΄Η μόνο λόγια είναι;
Όμως η εκδίκηση, εκδίκηση. Μην το ξεχνάμε!