Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Συντηρητής πτωμάτων

Στο Γιώργο Γώτη

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Το πτώμα ήταν βαπτισμένο στη φορμόλη. Τα γεννητικά όργανα τέμνοντα καθέτως και οριζοντίως τις σχισμές του υπάρχοντος αέρα δεν έδειχναν με ακρίβεια το φύλο παρά τις προσπάθειες γιατρών και νοσοκόμων. ΄Ήταν άρρεν; ΄Ήταν θήλυ; Η γλυκιά και σεμνή Πουλχερία με τις ακαθόριστες καμπυλότητες ή ο Μέγας Αττίλας επιτιθέμενος με τις ανίκητες ορδές του κατά των Ρωμαϊκών λεγεώνων; Ο συντηρητής πτωμάτων του εργαστηρίου της ανατομίας καθώς και ένας νεαρός οδοντίατρος που το ερευνούσε απ’ όλες τις πλευρές αδυνατούσαν πλήρως ν’ απαντήσουν στα εύλογα ερωτήματα των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών. ΄Όμως ο συντηρητής, επειδή και ο ίδιος είχε την περιέργεια αλλά και επειδή ένιωθε συγχρόνως αβάσταχτο το βάρος της ευθύνης στους αδύναμους ώμους του, καραδοκούσε τη στιγμή κατά την οποία το πτώμα θα τεμαχιζόταν κρυφά για να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση και να λυθεί επιτέλους το μέγα τούτο μυστήριο του σύμπαντος. Πλην όμως εις μάτην! Το μυστήριο, δυστυχώς, δεν διελευκάνθη ποτέ γιατί όλοι οι τεμαχιστές επιστήμονες και μη είχαν αποθάνει προ πολλού.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Ο Εθνικός Δρυμός

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Πολλές φορές επισκέφθηκα τις άγριες βαλανιδιές του εθνικού μας δρυμού για να δω τον ήλιο να ασπαίρει με τους υπέργειους εναγκαλισμούς των υπερύψηλων κλαδιών τους. Πλην όμως ουδέποτε ανεχώρησα εκείθεν πλήρης ευωχίας και μέθης Διονυσιακής. Είναι τόσες οι σκηνές του καθ’ ημέραν βίου που αναπηδούν ανά πάσα στιγμή ως κέλητες βαρβάτοι και γαυριώντες εν εξάλλω καταστάσει στο αντίκρισμα και μόνο νεαράς γυμνής φοράδας ώστε να μη μένει πλέον καιρός για την πνιγηρή οδοιπορία των ευστόχων στοχασμών και την καθημερινή επιβίωση στο θλιβερό περιβάλλον που ζούμε. ΄Έτσι, μη έχοντας τι άλλο να κάνω σ’ αυτές τις περιστάσεις, ανακράζω περίτρομος το «άλαλα τα χείλη των ασεβών» και αναζητώ αμέσως της ακακίας το φύλλωμα, ιδίως αν είναι ντάλα μεσημέρι, όταν ο ήλιος ρίχνει κάθετα τις οξείες γωνίες των ακτίνων του σείων συγχρόνως επικίνδυνα, ως μέγα καλειδοσκόπιο, το νέο απορρυπαντικό των πλαγίων εξαπλώσεων.

Η Ερμιόνη

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Εκδοχή πρώτη: γνωστή περιοχή της Ανατολικής Πελοποννήσου.
Εκδοχή δεύτερη: η Ερμιόνη εν εξάλλω καταστάσει και σχεδόν ημίγυμνη φιλάει περιπαθώς την Τερψιχόρη στο στόμα. ΄Ύστερα χορεύει ένα μοναχικό ερωτικό χορό. Αναγκαστικά, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μετατίθεται στα σκέλη του Διονύση.
Εκδοχή Τρίτη και φαρμακερή και φυσικά κατά Διονύση: η δουλειά, φως φανάρι, ήταν από καιρό στημένη απ’ τους μανιώδεις καπνιστές των λευκών πεταλούδων.
Εκδοχή τέταρτη και μάλιστα κατά τη μαρτυρία των παρευρισκομένων: η στύση ήταν, όπως πάντα, υπόθεση καθαρά πνευματική.
Τελική διαπίστωση μετά από εξαντλητική εξέταση όλων των δεδομένων: η Ερμιόνη δεν είναι παρά μία μικρά νήσος του Ειρηνικού και ως εκ τούτου δεν ανήκει στον κύκλο των ονείρων και των επιθυμιών μου και, όπως είναι φανερό, ούτε και στον κύκλο των ονείρων του Διονύση. Συνεπώς, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει άλλο κι έτσι το κείμενο δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί ποτέ.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Στιγμές απ' τη ζωή ενός σαλτιμπάγκου

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Πόνος ενδόμυχος και πίκρα βαθιά που δεν λέγεται. Βαθιές αυλακιές και σκασίματα τραχιά μιας μορφής ηλιοψημένης, φαγώματα αποτρόπαια του μαύρου σαρακιού που τρώει τη ζωή του ανθρώπου καθημερινά. Μάτια θαμπά, άτονα, που ατενίζουν το σύμπαν με κούραση, καρτερώντας την ώρα που θα πιούνε το χρόνο στιγμή τη στιγμή ως το τέλος του. Προσπάθεια μεγάλη, τεράστια, φορτωμένη με γνώση από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κόντρα στο ρυθμό της ζωής. Υπομονή ως την ώρα της διάλυσης. Ως την ύστατη ώρα.
Κοιμήθηκε έχοντας στο νου του μια νεροχελώνα. Την είδε και πάλι στο όνειρό του, ολοκάθαρα, σαν ζωντανή. Κουνούσε πέρα δώθε το φιδίσιο κεφάλι της σαν εκκρεμές που χτυπάει ασταμάτητα τις ώρες στον τοίχο. Με τη λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο γλώσσα της άρχισε να του γλείφει τα γένια, το στόμα, τα μάτια, το μέτωπο. Σε λίγο τα χέρια και τα πόδια. Της χάιδεψε τρυφερά το σκληρό της το κέλυφος. Η κρύα του επιφάνεια, παγερή σαν τον θάνατο, τον ξύπνησε αμέσως. ΄Έφερε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και προσπάθησε να μετρήσει τους ακανόνιστους χτύπους της μονάχος. Μάταιος ο κόπος, η προσπάθεια χαμένη στο κενό μαζί με τα κομμάτια της ρημαγμένης του ζωής.
Σκέφτηκε τότε πολλά και κυρίως τις στιγμές που με την Ιωάννα συντροφιά τραμπαλιζόταν αμέριμνος πάνω σε δρύινες κορυφές. Αλλοτινές στιγμές συγκινησιακού μεγαλείου που ορμούσαν ακάθεκτες σαν ύαινες από το βάθος της ύπαρξης, σαν άγριος χείμαρρος τις σκληρές χειμωνιάτικες νύχτες. Χαμογέλασε πικρά. Βυθισμένος στο ακίνητο τέλμα της τωρινής του απραξίας μετράει τη ζωή του και τη βρίσκει λειψή, χωρίς νόημα. Χαμόγελο πικρό, ψυχοφθόρο, του τέλος που αργεί να φανεί στον ορίζοντα. Φυσικά, λείπει η απόφαση.
Οι σκέψεις, σκληρές και αδυσώπητες, τον χτυπούν σαν σφυριά στο μυαλό κι αυλακώνουν και πάλι το μέτωπο. Η μπόχα του φέρνει ναυτία και εμετό. Τα όνειρα είναι νεκρά και παύουν να χύνουν το γλυκό τους το βάλσαμο στη θλιμμένη του ψυχή. Το μέλλον βουβό κι απροσδιόριστο. Ξημερώνει.
Η απόφαση πάρθηκε αμέσως, με περίσκεψη και αιδώ. Αλλά και με απλή εγκαρτέρηση. ΄Έπιασε μαλακά το σφυγμό του και ύστερα, φέρνοντας αργά και τελετουργικά το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, πέθανε, κρατώντας ως το τέλος με υπέρτατη προσπάθεια την αναπνοή του. Ο ήλιος που ανέτειλε σε λίγο δεν είδε τίποτ’ άλλο από το ξύλινο φέρετρο, κλειστό, χωρίς άνθη και άσπρες κορδέλες. Από το φόβο, είπαν, μιας απρόσμενης μόλυνσης. Και φυσικά, όχι μόνο σωματικής.
1974,1977,1981.

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Ποίημα που δεν μπορεί να γίνει ποίημα

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Περιφερόμενος ο βασιλεύς από χωρίου εις χωρίον
Κατά τις περιγραφές των δελτίων ειδήσεων της ΕΡΤ
Κατηφής, άπελπις, δυστυχισμένος.
Μα πού τον είδα τούτο τον Αλάριχο
Που έκανε λίμπα τα ιερά
Και χάθηκε στη μαύρη θάλασσα της λησμοσύνης
Τον εξολοθρευτή, τον παίδα τον ατίθασο, το γκομενιάρη
Που θέλει σώνει και καλά να γίνει ποίημα;
Μα έτσι θαρρείς πως χτίζονται τα ποιήματα;
Και τι είναι οι λέξεις, πέτρες κι αγκωνάρια
Να τα σωριάσεις τεχνικά το ένα πάνω στο άλλο
Κι ύστερα νάρθει ο ήρωας να το ξεθεμελιώσει;
Και με νεκρό τον κόσμο των ανθών και των σωμάτων;