Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Δήλωση (1979, 1982)

1


Μου πήραν τα στοιχεία
Και μια μικρή βεβαίωση
Πως θάμαι φρόνιμος τ’ απομεσήμερα
Κι είπα πως δεν μπορεί θα τραγουδάω
Ως νάρθει πάλι ο πελαργός
Να νιώσει τις ανασαιμιές της Γης
Και το ξανθό λιοπύρι του καλοκαιριού.
Κάποιος βρυχήθηκε στο ξάγναντο
Όμως δεν μπόρεσα να καταλάβω
Αν ήταν ο Ταρζάν made in U.S.A.
Ή ο δραπέτης πίθηκος του ζωικού μας βασιλείου.


( Εν τέλει υπόγραψα ως έπρεπε
Εις γλώσσαν αρχαΐζουσαν Ελληνικήν
Ως επιβάλλει η Ιστορία
Και η προγονική αλκή ).

Δήλωση (1979, 1982)

2



Ο κάτωθι υπογεγραμμένος
- όνομα πατρώνυμο επώνυμο
Με κεφαλαία και ολογράφως
Για να διαβάζονται στο φως του φεγγαριού –
Δηλώνω πως δεν φώναξα ναρθούν οι τρωγλοδύτες
Και οι σεσημασμένοι απ’ τις κραυγές της νύχτας
Δεν πήρα μέρος σε πολέμους
Κι ούτε σε συγκεντρώσεις δήλωσα την πίστη μου.
Αν κάποτε έβρεξε
Δεν πρέπει εγώ να το πληρώσω
Που λούφαξα στης αρονιάς τη σκέπη
- επάγγελμα μητρώνυμο το γένος
΄Ολα με λεπτομέρειες σαφείς
Και μ’ εμφανή τα περιγράμματα
Ο χρόνος είναι χρήμα –
Ναι κάποιες φορές τραγούδησα δεν λέω
Τη μέρα που ανατέλλει στον ορίζοντα
Κάθετα στο σκοτάδι.
Είναι το μόνο που έκανα
Λυπάμαι!

Δήλωση (1979, 1982)

3



Αν ίσως σας αδίκησα σε κάτι
Αν τον πολύτιμό σας χρόνο καταχράστηκα
Και την υπέροχη ανοχή σας
Είναι που κάποτε και σεις μπορεί
Να υπογράφετε δηλώσεις δίχως νόημα
Εκτός
Κι αν το χαρτί
Καταργηθεί
Ή
Το
Μελάνι.


Εν τέλει
Μια και καλή
Ως πρέπει
Υπογράφω
Μ’ όλο που λείπει παντελώς
Το Σίγμα το συριστικό
Που δίνει τον τόνο της ρωγμής
Στη λέξη και τη φράση.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

Α΄


Ο στίχος σκληρός κι ανελέητος
Φραγγέλιο
Στο χέρι του πόνου
Και φραγμός αδιαπέραστος
Στις πλατιές λεωφόρους του μίσους.
Ώρα λοιπόν να βαδίσουμε όρθιοι
Στα γυμνά καλντερίμια του χρόνου.

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

Β΄


Τούτες τις δύσκολες ώρες
Που το δάκρυ παγώνει στην άκρη του βλέφαρου
Και η σκέψη ματώνει σε κάθε της άγγιγμα
Τούτες τις ώρες
Που ο πόνος ξεραίνει τις κούφιες ελπίδες
Και πεθαίνουν τα όνειρα πριν γεννηθούν
Η γλυκιά προσμονή μιας ζωής
Που δεν ζήσαμε
Φωλιάζει στα βάθη της ύπαρξης
Καρτερώντας την ώρα που θάβγει στο φως
Να φωτίσει τον κόσμο.

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

Γ΄


Δρόμος σκληρός γεμάτος λακκούβες
Αγκάθια και πέτρες
Ίδρωτας και αίμα, δάκρυ και πόνος
Και αγώνες σκληροί κι ατελεύτητοι
Για να σπάσουν τα μαύρα σκοτάδια
Που θολώνουν το βλέμμα και χάνεται
Η όραση.


Πώς να δεις μετά το σκοτεινό φαράγγι
Που σε περιβάλλει
Και σ’ εμποδίζει να βαδίζεις
Ήσυχος κι αμέριμνος
Και με την ελπίδα βαθιά στην καρδιά σου;

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

Δ΄


Σφιγμένες καρδιές
Που τις λύνει του ήλιου το φως
Σφιγμένες γροθιές
Που χτυπάνε στο κέντρο της άδικης πράξης
Σαν θέλουν
Και λυτρώνουν τη σκέψη του πρόσφυγα
Τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ξένου
Κι οδηγούν στο νικηφόρο αγώνα του τέλους
Υπέρτατη θεία αγωνία στα μάτια του δούλου
Στα μάτια του ανθρώπου που προδόθηκε τόσες φορές
Όταν σπάει τα δεσμά και φωτίζει τον κόσμο.


Ήρθε η ώρα σας σύντροφοι
Να δώστε τα χέρια ξανά
Για του νου της καρδιάς της ζωής το λευτέρωμα.
Αν το θέλετε βέβαια!

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

Ε΄



Βάσανα πίκρες και φτώχεια
Σημαδεύουν τη ζωή μας
Που χάνεται
Στη σκληρή επιθυμία του μελλούμενου.


Μέρα τη μέρα μας φεύγει η ζωή
Μέρα τη μέρα σκληραίνει κι ο τόπος.
Ποιος μπορεί ν’ ανακόψει στ’ αλήθεια
Την πένθιμη επέλαση του χρόνου
Τη φρίκη της αμνησίας και του θανάτου;

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

ΣΤ΄



Της αγάπης ανείδωτες ώρες
Της ευτυχίας το πρώτο σκαλί
Όταν μαύρο χαλάζι χτυπάει τα τζάμια
Και θολή καταχνιά μας σκεπάζει τα μάτια
Τότε η τέλεια μείξη κορμιού με κορμί
Καθαγιάζει τον κόσμο που τόσο μισούμε
Και φοβόμαστε
Να τον αντιμετωπίσουμε
Κατάματα
Σαν παλικάρια.


Ω να ήταν η ζωή μας τρανό πανηγύρι
Στα λιβάδια τα απέραντα
Κι η αγάπη απαλή μουσική
Να τονίζει την κάθε στιγμή μας
Σαν γλυκό κλειδοκύμβαλο!

Παραλλαγές (1978-1979, 1982)

Ζ΄



Της γιαγιάς το ζεστό παραγώνι
Που έσβησε
Ώρα και πάλι ν’ ανάψει
Κι οι τριζάτες ρωγμές του σπιτιού
Να κλείσουν και πάλι
Σαν το κόκαλο
Του παιδιού
Που τσακίστηκε
Πέφτοντας.


Ήρθε η ώρα αδελφοί μου
Της χαράς οι τρανοί γυρολόγοι
Να σταθούν
Να ζεστάνουν τα χέρια
Που πάγωσαν
Στο κρύο τόσων αιώνων
Στ’ ανεμόδαρτα υψώματα.