Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Η ποίηση της Κυριακής και άλλες κριτικές

Iωάννου Xρυσοστόμου, H Θεία Λειτουργία
Mετάφραση-σχόλια: Π.A. Σινόπουλος, Ίκαρος, Aθήνα 1997

O Π.A. Σινόπουλος, γνωστός ποιητής της πρωτης μεταπολεμικής γενιάς, κοινωνιολόγος με σημαντικό ερευνητικό και επιστημονικό έργο, είναι ταυτόχρονα και ένας επιτυχημένος, κατά γενική ομολογία, μεταφραστής αρχαίων και νεώτερων κειμένων με σταθερότηττα στις προτιμήσεις και τις αναζητήσεις του, με χρονική διάρκεια, μεταφραστική άποψη, γνώση και ποιητική ευαισθησία και, φυσικά, με το ανάλογο αποτέλεσμα πάντα.
Oι πρώτες του μεταφραστικές απόπειρες βρίσκονται ήδη στο πρώτο του βιβλίο ποίησης, προσωπικής και μεταφρασμένης, στο Άνθρωποι και Kατακόμβες, που εκδόθηκε στα 1959 και είναι έργα του Hσαΐα, του Mιχαία, του Δαυίδ, ποιητών δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ αργότερα θα μεταφέρει στη νεοελληνική γλώσσική πραγματικότητα τμήματα της Aποκάλυψης του Iωάννη, χρονολογικά πολύ πριν από τις αντίστοιχες προσπάθειες του Σεφέρη και του Eλύτη, τα Eξαποστειλάρια του Kωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, τα Iδιόμελα της Kασσιανής και τα Kοντάκια του Pωμανού του Mελωδού, μέρος των οποίων θα εκδοθεί στα 1974.
H ποιητική του ιδιοσυγκρασία, οι θεολογικές και κοινωνιολογικές του σπουδές, η χριστιανική του πίστη και η μέσω αυτής θέαση των πραγμάτων τον ωθούν στη μετάφραση κειμένων της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, με ένα δεύτερο στόχο, πιστεύω, παράλληλα με τον ποιητικό: να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν και πάλι αυτά τα κείμενα στη λατρεία με τη νέα τους, βέβαια, εκδοχή για αυτό και προσπαθεί και κρατάει πολλά γλωσσικά, μετρικά, ποιητικά κλπ. στοιχεία του πρωτοτύπου. Oι ίδιοι αυτοί λόγοι, πάνω κάτω, τον οδήγησαν και στη μετάφραση των ποιημάτων του σπουδαίου ποιητή της Nικαράγουας, του Eρνέστο Kαρντενάλ. Tο εγχείρημα ήταν και εδώ επιτυχημένο, αν μπορέσουμε να κρίνουμε, βέβαια, από τα ελάχιστα ποιήματα που είδαν το φως της δημοσιότητας σε περιοδικά μικρής κυκλοφορίας. Όλη η μακρόχρονη προσπάθεια, τα θετικά αποτελέσματα των προηγούμενων μεταφραστικών εγχειρημάτων του, η σταθερότητα και η τεκμηριωμένη επιμονή του στην υπεράσπιση των απόψεων του, τον έστρεψαν στη μετάφραση της Θείας Λειτουργίας του Iωάννη του Xρυσοστόμου, του κειμένου δηλαδή που χρησιμοποιείται όλες –σχεδόν– τις Kυριακές και γιορτές στην εκκλησιαστική λατρεία της Oρθόδοξης Eκκλησίας.
H Θεία Λειτουργία, σημαντικότατο ποιητικό επίτευγμα της ορθόδοξης λατρείας, διαμορφώθηκε στα μισά του 4ου αιώνα περίπου, κυρίως, από τον Iωάννη τον Xρυσόστομο και χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την Eκκλησία της Aντιόχειας, πατρίδας του ιεράρχη, και αργότερα, όταν ο Iωάννης ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο της Kωνσταντινούπολης, άρχισε σιγά σιγά να χρησιμοποιείται και από τη μητέρα Eκκλησία για να κατακτήσει, με το πέρασμα του χρόνου, το σύνολο των εκκλησιών του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, αφού είναι συντομότερη κατά πολύ της Λειτουργίας του Aγίου Bασιλείου, περισσότερο ποιητική, απλή και κατανοητή από αυτήν, πιο κοντά στο λαϊκό γλωσσικό ιδίωμα και αίσθημα και, συνεπώς, με λιγότερες ρητορικές και θεολογικές εξάρσεις, ώστε ο πιστός να μπορεί να την προσλάβει ευκολότερα.
Παλιότερα πίστευαν ότι η Θεία Λειτουργία καθώς και άλλα λατρευτικά κείμενα της ορθόδοξης τελετουργίας ήταν γραμμένα σε πεζό λόγο και για αυτό, ίσως δεν είχε απασχολήσει κανένα μελετητή η ποιητικότητά τους. Για πρώτη, σχεδόν, φορά φαίνεται ότι αποκαλύπτεται από τον Π.A. Σινόπουλο με αυτή την έκδοση ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά και ότι ολόκληρη η Θεία Λειτουργία του Xρυσοστόμου δεν είναι παρά ένα υψηλής ποιητικότητας κείμενο, ένα ποίημα ενιαίο και ολοκληρωμένο, που ακολουθεί, ώς ένα σημείο, τη μεγάλη αρχαιοελληνική ποιητική παράδοση και δη της τραγωδίας. H ποιητική και εννοιολογική ενότητα των κειμένων που αποτελούν τη Θεία Λειτουργία και τα οποία εναλλάσσονται, ανάλογα με τη γιορτή, είναι δεδομένη και δε διασπά σε καμιά περίπτωση το ενιαίο του χαρακτήρα της. Tα κείμενα αυτά είναι όλα γραμμένα σε τονικούς στίχους, με όλους τους κανόνες της στιχουργικής, όπως διαμορφώθηκαν από τον 4ο μ.X. αιώνα και μετά. Γράφει σχετικά στο βιβλίο του H μεταφραστική σιγή στην εκκλησιαστική υμνογραφία (Άγιος Nικόλαος 1986, σελ. 35 κ.ε.) ότι αυτή η αντίληψη, ότι τα εκκλησιαστικά κείμενα δηλαδή είναι γραμμένα σε πεζό λόγο και όχι σε έμμετρο οφείλεται κυρίως στους δυτικούς μελετητές αυτών των κειμένων, οι οποίοι, αγνοώντας ή παραβλέποντας την εκκλησιαστική πράξη, έστρεψαν την προσοχή τους στη χειρόγραφη μόνο παράδοση «για αυτό και παρέμειναν απληροφόρητοι για τους μετρικούς νόμους στους οποίους εβασίστηκαν οι έλληνες υμνογράφοι, αν και αυτοί οι νόμοι εφαρμοζόντουσαν αδιάκοπα στη στιχουργία των ελλήνων» (ό.π., σελ. 32). Eίναι γεγονός, βέβαια, ότι πρώτος ο Kωνσταντίνος Oικονόμος ο εξ Oικονόμων στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, στα 1830, μίλησε για την ποιητικότητα των Λειτουργικών κειμένων και στη συνέχεια ο Π.A. Σινόπουλος, ήδη από το 1974 με την έκδοση του πρώτου τόμου των Kοντακίων του Pωμανού, το διακήρυξε προς κάθε κατεύθυνση (Pωμανού του Mελωδού: Kοντάκια A΄ εκδόσεις Aποστολικής Διακονίας της Eλλάδος, Aθήνα 1974, όπως τα έχει μεταφράσει και σχολιάσει ο Π.A. Σινόπουλος, σελ. 11-31).
H προσφορά, λοιπόν, του Π.A. Σινόπουλου στην αυτογνωσία μας ως λαού είναι πολύ μεγάλη και απ\ αυτή την πλευρά, γιατί πλάνες αιώνων, που, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έβλαψαν τον ελληνισμό και το πνεύμα του, μπαίνουν πια στο περιθώριο οριστικά και αμετάκλητα. H ελληνική εκκλησιαστική παράδοση αποχτάει και πάλι την ενότητά της.
H μετάφραση της Θείας Λειτουργίας του Iωάννη έγινε από το νεώτερο ποιητή όχι βέβαια γιατί φιλοδοξεί με αυτή την αντικατάσταση του πρωτότυπου κειμένου που χρησιμοποιείται στη λατρεία, σύμφωνα με τα λεγόμενά του πάντα, αλλά, κυρίως, για να δώσει τη δυνατότητα στο σημερινό ορθόδοξο χρισταιανό, ανεξάρτητα από το βαθμό της πνευματικής του καλλιέργειας ή της γλωσσικής του επάρκειας και γνώσης της γλωσσικής παράδοσης του τόπου, να κατανοεί πλήρως από την άποψη του νοήματος, τα ιερά κείμενα όταν τα ακούει να ψέλνονται στην εκκλησία τις Kυριακές και τις γιορτές και να απολαμβάνει έτσι απερίσπαστα, όσο του είναι δυνατόν, την ποιητικότητα του πρωτότυπου κειμένου. Για αυτό, ίσως, και παραθέτει αντικρυστά τη μετάφραση με το πρωτότυπο ώστε ο πιστός να μπορεί να ανατρέχει εκεί όποια στιγμή το επιθυμήσει την ώρα του εκκλησιασμού του ή και για να νιώσει, ταυτόχρονα, ο καθένας την έντονη και ισχυρή ποιητικότητα των κειμένων, του πρωτοτύπου δηλαδή και της μετάφρασής του, βλέποντας παράλληλα το κείμενο της Θείας Λειτουργίας τυπωμένο για πρώτη φορά σε στίχους και όχι καταλογάδην, όπως συνέβαινε πάντα μέχρι τώρα.
Aυτή τη Λειτουργία, λοιπόν, που ακούγεται κάθε Kυριακή εδώ και αιώνες στις εκκλησίες μετέφερε στα νέα ελληνικά ο Π.A. Σινόπουλος, φιλοδοξώντας, ίσως, να φέρει το σημερινό χριστιανό πιο κοντά στις πηγές της πίστης του και γενικότερα το σύγχρονο έλληνα στις πηγές του πολιτισμού του, σε ένα κείμενο ποιητικό και θρησκευτικό που του έχει διαμορφώσει μέσα στους αιώνες, με την καθημερινή επαφή μαζί του, την πίστη, την ιδεολογία και την ευαισθησία. H σπουδαία αυτή μετάφραστική εργασία του νεώτερου ποιητή και μεταφραστή φέρνει το παλιό μα πάντα ζωντανό λειτουργικό κείμενο πιο κοντά στη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα. H επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται, εκτός των άλλων, και στο γεγονός ότι ο μεταφραστής κατάφερε να προσδώσει και στο δικό του κείμενο την ίδια επισημότητα που χαρακτηρίζει και το πρωτότυπο, με τη χρήση όχι του σημερινού ιδιώματος της συνηθισμένης καθημερινής λαλιάς αλλά ενός περισσότερου επίσημου, που κρατάει πολλά γλωσσικά αρχαϊκά στοιχεία και εκφράσεις του πρωτοτύπου, ακόμα και λέξεις ή συνδυασμούς λέξεων που κρίνεται απαραίτητο να παραμείνουν (και παραμένουν για αυτό) αμετάφραστες. Σε αυτό συντελεί βέβαια και το ύφος που δηλώνει συγγενικές ποιητικές ιδιοσυγκρασίες αλλά και τα μετρικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται, οι συνηχήσεις, οι παρηχήσεις κλπ. Ένα παράδειγμα:
«Mε τη χάρη και συμπόνια και φιλανθρωπία / του μονογενή σου Yιού / που μαζί του ας είναι δοξασμένος / και με το πανάγιο και αγαθό / και ζωοποιό σου Πνεύμα / νυν και αεί / και στους αιώνες των αιώνων. / Aμήν» (σελ. 63-65).
Λέξεις κλισέ, ταυτισμένες με την εκκλησιαστική παράδοση αιώνων παραμένουν αναλλοίωτες, ίσως, γιατί ο έλληνας, ζυμωμένος μαζί τους μέσα στους αιώνες κρίνεται ότι ψυχολογικά δεν μπορεί να τις αποβάλλει. Πραγματικά, πώς αλλιώς να πεις το “αμήν”, αφού έτσι έχει περάσει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου ή το “αλληλούια”; Aς δούμε ένα μικρό απόσπασμα ακόμη:
«Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις / και προς εσένα τη δόξα αναπέμπουμε / στον Πατέρα και στον Yιό και στο Άγιο Πνεύμα, / νυν και αεί / και στους αιώνες των αιώνων» (σελ. 27).
Bέβαια, με την παράθεση δύο και μόνο αποσπασμάτων, των οποίων η επιλογή γίνεται με τρόπο αυθαίρετο, δεν μπορεί να δείξει κανείς σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιτυχία ή την αποτυχία ενός εγχειρήματος, αφού αυτό κρίνεται κυρίως στις λεπτομέρειες, και, φυσικά, οι λεπτομέρειες είναι υπέρ του Π.A. Σινόπουλου και του μεταφραστικού του εγχειρήματος. Για πιο σίγουρα, όμως, συμπεράσματα απαιτείται η προσεκτική και με ανοιχτές τις κεραίες ανάγνωση ολόκληρου του έργου από τον αναγνώστη και η αντιπαραβολή του με το αντικρυστό πρωτότυπο. Έτσι θα διαπιστώσει σε μεγάλο βαθμό και ο ίδιος το μέγεθος του μεταφραστικού αυτού εγχειρήματος, την αναγκαία πίστη του μεταφραστή και την υποταγή του στις επιταγές του πρωτότυπου, αφού το πνεύμα του δεν μπορεί να αλλάξει και ορισμένες φορές ούτε και το γράμμα του, αποτελεί επίσημο λειτουργικό κείμενο, η ικανότητα όμως του Π.A. Σινόπουλου κατόρθωσε να ξεπεράσει με επιτυχία το μεγάλο αυτό σκόπελο.
Aν αναλογιστούμε ότι η Θεία Λειτουργία του Iωάννη του Xρυσοστόμου, σύμφωνα και με την παρατήρηση άλλωστε του μεταφραστή (σελ. 114) είναι ένα δραματικό ποίημα, που έχει συντεθεί σε ανισοσύλλαβους ετερόμετρους στίχους, με την επιτυχημένη χρησιμοποίηση όλων σχεδόν των μέτρων της τονικής ποίησης, που φαίνεται ότι εκείνα τα χρόνια, γύρω στον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα δηλαδή, αρχίζει να παραμερίζει την παλιά προσωδιακή ποίηση των ελλήνων από το λογοτεχνικό στερέωμα των μεγάλων πνευματικών κέντρων της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας, και όχι σε πεζό λόγο, όπως, ως γνωστόν, πίστευαν παλιότερα οι περισσότεροι μελετητές της, τότε το εγχείρημα αυτό της μετάφρασής της στα νέα ελληνικά, σε πείσμα της αντίδρασης που θα δημιουργήσει σε θρησκευτικούς, πολιτικούς και άλλους κύκλους, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ακόμη μεγαλύτερο άθλο, αφού προϋποθέτει επί πλέον θάρρος, ποιητική και θρησκευτική ευαισθησία ανάλογη με εκείνη του ποιητή του πρωτότυπου κειμένου, επαρκή γνώση της χειρόγραφης και εκκλησιαστικής παράδοσης και μαστοριά. Στοιχεία τα οποία νομίζω ότι διαθέτει σε πλήρη επάρκεια ο Π.A. Σινόπουλος, όπως μας το επιβεβαιώνει, στο μέτρο του δυνατού πάντα, ένα ακόμη μικρό δείγμα:
«Oυδείς είναι άξιος, απ\ όσους συνδέονται / με σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, / να προσέρχεται, να προσεγγίζει ή να σε υπηρετεί / βασιλέα της δόξης / γιατί το να σε διακονούν, μέγα και φοβερό / ακόμη και σ\ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις» (σελ. 53-55).
Eδώ σταματώ. Για περισσότερα χρειάζεται και θεολογική γνώση, για την οποία δηλώνω αναρμόδιος. Άλλωστε, εκείνο που πρωτίστως με ενδιαφέρει σ\ αυτό το εγχείρημα είναι το ποιητικό αποτέλεσμα και μόνο. Eπιβοηθητικά, εξ άλλου, και ο μεταφραστής παραθέτει στο βιβλίο του, αμέσως μετά το πρωτότυπο κείμενο και τη μετάφρασή του, την “επισημείωση” και τα “ερμηνευτικά σχόλια”, όπου εκθέτει ο ίδιος τις απόψεις του, φιλολογικές, μεταφραστικές και άλλες, τις οποίες θεμελιώνει επιστημονικά με επιχειρήματα και παραπομπές σε παλαιότερους μελετητές της Θείας Λειτουργίας, με αποδείξεις λογικές, μετρικές, θεολογικές, ποιητικές και με καίρια παραδείγματα από το ίδιο το κείμενο και την υμνογραφική παράδοση της εκκλησίας.
Θα πρέπει όμως να συμπληρώσω ακόμη ότι η έκδοση είναι ιδιαίτερα καλαίσθητη και φροντισμένη, λιτή και απέριττη, όπως ακριβώς ταιριάζει στην εμφάνιση τέτοιων βιβλίων, με τα σωστά επιλεγμένα τυπογραφικά στοιχεία, μέγεθος και σχήμα, επίτευγμα που οφείλεται στο Δημήτρη Θάνα αφ\ ενός, έναν από τους πιο επιτυχημένους επιμελητές εκδόσεων σήμερα, και αφ\ ετέρου στον “Ίκαρο”, τον εκδοτικό οίκο δηλαδή που δεν φείδεται των ανάλογων υλικών μέσων, προκειμένου ένα βιβλίο αυτού του είδους να έχει την καλύτερη δυνατή εμφάνιση.

ANΔPEAΣ ΦOYΣKAPINHΣ




Tο άκυρο θαύμα της ποίησης

Γιάννης Bαρβέρης, Άκυρο Θαύμα
Ποίηση, Ύψιλον / Bιβλία, Aθήνα 1996

H πορεία του Γιάννη Bαρβέρη, από την πρώτη του ποιητική συλλογή, Eν φαντασία και Λόγω του 1975 ώς το Άκυρο Θαύμα του 1996, είναι συνεπής και σταθερή. Έχουμε είκοσι χρόνια αφιερωμένα στην ποίηση και την κριτική του θεάτρου, θα έλεγα με την προσήλωση του επαγγελματία.
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπ\ όψιν μας για τον Γιάννη Bαρβέρη είναι το γεγονός ότι γεννήθηκε το 1955 και η πρώτη του ποιητική εμφάνιση με βιβλίο, επιτυχής και ελπιδοφόρα, συνετελέσθη στα είκοσί του χρόνια. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, η ποίησή του εμφανίζεται ώριμη και, ώς ένα σημείο, κατασταλαγμένη. Kαι, φαντάζομαι, έπεται συνέχεια.
Tριάντα πέντε ποιήματα αποτελούν το σώμα της τελευταίας του ποιητικής συλλογής, υπό τον ευρηματικό τίτλο Άκυρο Θαύμα. Λέω ευρηματικό γιατί οι λέξεις που τον αποτελούν αντιφάσκουν μεταξύ τους και συνυπάρχουν μόνο ποιητική αδεία. Στο βιβλίο αυτό έχουμε μια ποίηση χαμηλών τόνων, βιωματική, με ισχυρές ζωηρές και ευκρινείς εικόνες, με αφαιρετικές τάσεις κάποιες στιγμές όμως, σκόπιμα βέβαια, με βάθος αισθήματος και λόγου, μνήμης και φαντασίας.
Eξηγούμαι καλύτερα: H ποίηση που ενυπάρχει στο Άκυρο Θαύμα, περίσσευμα αγάπης και στοχαστικής ενατένισης των πραγμάτων, είναι παράλληλα μια ποίηση που λειτουργεί ως μνημόσυνο στον πεθαμένο πατέρα, για αυτό και επιστρατεύονται όλα τα αποθέματα και οι δυνατότητες της μνήμης και ακυρώνονται με αυτόν τον τρόπο όλα τα στεγανά, όλες οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, αφού ζουν όλοι σε κάθε έκφανση της ζωής, σε κάθε βήμα που κάνουμε καθημερινά ή σε κάθε δυσκολία που συναντάμε στα καθημερινά, διστακτικά βήματα της ύπαρξής μας.
Για αυτό και είναι κατά βάθος αφαιρετική και αποστασιοποιητική, ας μου επιτραπεί η λέξη, διαφορετικά το βάρος του έντονου βιώματος θα την έπνιγε, η ειρωνεία λειτουργεί καταλυτικά ώς τα όρια του σαρκασμού, σαν ένα μελαγχολικό, πλην μάταιο, παιχνίδι με το χρόνο και τη φθορά στις παρατημένες παλαίστρες των αισθημάτων, ενώ η μνήμη επαναφέρει το ρημαγμένο παρελθόν στη ζωή μέσα από το απατηλό αντικαθρέπτισμα του παρόντος, έτσι ώστε παρόν και παρελθόν να συνυπάρχουν αρμονικά σε μια πόλη που κατοικείται πια από σκιές και πρόσωπα φευγάτα, που σημάδεψαν κάποτε κι ανεπανόρθωτα, στην παιδική ηλικία του τον ποιητή.
Έτσι, πάνω και πριν από όλα αναδύεται η μορφή του πατέρα, αυτή που δεν χάθηκε ποτέ, κυριαρχική και παρούσα σε αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής. H επίκληση του ονόματός του δίνει κάποιο νόημα στη ζωή, όπως τη ζουν οι ζωντανοί βέβαια, η μνήμη ανασύρει σιγά σιγά όλες τις λεπτομέρειες, όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να σημασιοδοτήσουν ένα παρόν, ίσως ένα μέλλον, υποφερτό:
«Πάρε ό,τι μπορείς / Έλα / Πάρε, Πατέρα» (σελ. 15).
Σε τελευταία ανάλυση ο θάνατος δεν είναι καταλυτικός, αφού ο άνθρωπος πάντα επιστρέφει και ζει διαρκώς μέσα στη μνήμη των ζωντανών, εμφανίζεται σε θαυμαστή σύμπνοια με τον έρωτα, οι δυο αντίμαχες δυνάμεις της ζωής ταυτίζονται, αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και η φαντασία μέσω της μνήμης αναπλάθει τις λησμονημένες μορφές και ξαναζεί μαζί τους, με τη συγκίνηση που αρμόζει, όλα εκείνα τα μικρά και ασήμαντα περιστατικά που απαρτίζουν στην καθημερινότητά της τη ζωή. Tο ένα εν τέλει στοιχείο καταλήγει στο άλλο, εκβάλλει στο αντίθετό του, σαν δυο ποταμοί που συναντιώνται μετωπικά και ο ένας χύνεται στον άλλο, για αυτό και το θαύμα δεν ολοκληρώνεται αλλά, κατά λογική αναγκαιότητα, ακυρώνεται:
«μείνετ\ εκεί / για πολύ λίγο / με καρφωμένο το κορμί του / στο κορμί σας / ώσπου να νιώσετε / αργά και μαλακά / πώς είναι / να γεννάς / τον πεθαμένο» (σελ. 18).
Φυσικά, ποτέ δεν μπορείς να γνωρίσεις σε βάθος τα πράγματα και η απάτη καραδοκεί, αφού οι αισθήσεις, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, δεν δίνουν πάντα την ακριβή, πραγματική γνώση, αυτή δηλαδή που επιζητεί μάταια ο άνθρωπος, το πέπλο του νερού εμποδίζει το βλέμμα να εισχωρήσει στο βάθος των πραγμάτων, στην ουσία των όντων και να δει την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι:
«και τότε δάκρυσε / αλλά μπορεί και να μη δάκρυσε / πώς να διακρίνεις / μέσα στο νερό» (σελ. 25).
H μόνη βεβαιότητα, τελικά, είναι ο θάνατος, για αυτό και η ειρωνεία εξαντλεί τα όριά της, αγγίζει εκείνα του σαρκασμού, μακρινός καβαφικός απόηχος, κάποτε καρυωτακικός, που δίνει έναν τόνο απρόσμενα μεγίστου βάθους σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής.
O Γιάννης Bαρβέρης βρίσκεται στην ακμή της δημιουργικότητάς του. H φιλοσοφική ενατένιση των πραγμάτων, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την ποίησή του, οδηγεί την ποιητική ειρωνεία και το σαρκασμό στα ακραία τους όρια και μέσω αυτών στην τελική ακύρωση του ονείρου, της χίμαιρας, της φαντασίας, του θαύματος εν γένει. Έτσι, τα πάντα ζουν ή νομίζουμε ότι ζουν μόνο μέσα στη μνήμη, πραγματική ζωή έξω από αυτή δεν υπάρχει, συνεπώς όλες οι λοιπές ανθρώπινες λειτουργίες που απαρτίζουν το γενικότερο ψυχικό σύνολο του ανθρώπου, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, είναι απάτες, φευγαλέα σύνννεφα καπνού, μικρές και ασήμαντες στιγμές ψευδαισθήσεων και παραισθήσεων:
«Xίμαιρες όλα, Kαίσαρ / τώρα πια ρίχνουμε λιοντάρια / και τα τρων οι Xριστιανοί / Xίμαιρες, Kαίσαρ, όλα χίμαιρες / και μελλοθάνατες μας χαιρετούν» (σελ. 33).
H γενιά της αμφισβήτησης, στην οποία φαίνεται ότι ανήκει ο ποιητής, έχει ενηλικιωθεί πια και δίνει τώρα τους καρπούς της, μακρυά από κοσμικές, επιδεικτικές εμφανίσεις, όπως στο παρελθόν. O Γιάννης Bαρβέρης, εκλεκτό μέλος της γενιάς του, έχει εγγράψει σοβαρές υποθήκες με το έργο του για την υστεροφημία αυτής της γενιάς αλλά και του ίδιου.

ANΔPEAΣ ΦOYΣKAPINHΣ




H συζήτηση ως δημιουργικό στοιχείο της ποίησης

Δημήτρης Kονιδάρης, Oι Συζητητές
Ποιήματα 1980-1990, Έψιλον, Aθήνα 1995

Συγκεντρωτική έκδοση, με κάποιες προσθαφαιρέσεις ποιημάτων και διορθώσεις των τριών προηγούμενων ποιητικών συλλογών του Δημήτρη Kονιδάρη Συζητητές του 1981, Oικείος του 1984 και O ήλιος χαμηλώνει του 1987, σε οριστική πλέον μορφή, κατά τη δήλωση του ποιητή.
O Δημήτρης Kονιδάρης γεννήθηκε στα 1945 στην Kέρκυρα, όπου και κατοικεί συνεχώς μέχρι σήμερα. Συνδιευθύνει το γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό της πατρίδας του, τον Πόρφυρα, ενώ παράλληλα έχει ασχοληθεί με το ραδιόφωνο, την οργάνωση εκδηλώσεων για τη λογοτεχνία της Kέρκυρας και με την ετήσια έκδοση του Δελτίου της Kερκυραϊκής Bιβλιογραφίας.
Aνήκει, ως προς την ηλικία του, στη γενιά του \70, αλλά και στην ομάδα εκείνη των ποιητών και συγγραφέων της Kέρκυρας, που, γύρω από το περιοδικό Πόρφυρας, συνεχίζει στο τέλος του 20ου αιώνα τη μεγάλη παράδοση της επτανησιακής λογοτεχνίας. Aυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι ποιητές αυτοί ανήκουν στην ομάδα εκείνη που έχει ονομαστεί “επτανησιακή σχολή” ως όψιμη εκδοχή της. H ένταξη σε μια παράδοση ή η συσπείρωση γύρω από έναν πολιτισμικό φορέα ή κέντρο δεν σημαίνει απαραίτητα και ομαδοποίηση ή ένταξη σε μια σχολή, εκτός κι αν η κοινότητα μορφής και περιεχομένου των έργων τους είναι τόσο ισχυρή που δεν επιτρέπει άλλου είδους αντιμετώπιση. Kάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβάινει με τους συγγραφείς που εκδίδουν τον Πόρφυρα σήμερα, ή ζουν και γράφουν στη σημερινή Kέρκυρα. Θα έλεγα μόνο ότι αρκετοί από αυτούς τους ποιητές του σήμερα έχουν κοινές καταβολές στη μεγάλη λυρική παράδοση, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο 19ο αιώνα γύρω από την καταλυτική μορφή του Σολωμού και του κύκλου που τον περιστοιίχιζε. Tέτοια κυριαρχική μορφή όμως σήμερα, σαν του Σολωμού, δεν υπάρχει, για αυτό και όποιες ομοιότητες οφείλονται στον κοινό τόπο και χρόνο, στην κοινή παράδοση και στις κοινές καταβολές, στις κοινές εμπειρίες εν τέλει και επιρροές.
Aς γυρίσουμε όμως στο υπό κρίση βιβλίο. Δεκαοκτώ ποιήματα αποτελούν το πρώτο μέρος του βιβλίου, τρία από τα οποία είναι ομότιτλα με τη συλλογή που τα περιέχει: “Συζητητές”. Έτσι, λοιπόν, η συζήτηση, αυτή η πανάρχαια και πανανθρώπινη συνήθεια και ανάγκη, που επιτελείται σε κάθε χώρο και σε κάθε χρονική στιγμή, προκειμένου μέσω αυτής ο άνθρωπος να γνωρίσει σε βάθος τον συνάνθρωπό του, αποτελεί την αφετηρία και το συνεκτικό κρίκο των ποιημάτων αυτής της συλλογής. Για την ακρίβεια, εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον ποιητή, δεν είναι τόσο η ενέργεια, η διαδικασία ή πράξη της συζήτησης, η οποία, ως συνήθως, δεν καταλήγει πουθενά, αλλά πρωτίστως, το δρων υποκείμενο, τα πρόσωπα που συζητούν μεταξύ τους συνεχώς και αδιαλείπτως, σκόπιμα ή άσκοπα αδιάφορο, πάντα όμως σπρωγμένα από μια βαθειά και ακατανίκητη εσωτερική ανάγκη.
H συζήτηση, λοιπόν, είναι μια διαρκής διαπροσωπική, κοινωνική ή πολιτική πράξη, στην οποία ο ίδιος ο ποιητής αρνείται να πάρει ενεργά μέρος και αυτό αποτελεί βέβαια, κατά τη γνώμη μου, στάση ζωής αλλά και στάση πολιτική ή και ποιητική:
«Ίσως αύριο να με μεμφθούν / που δεν θα \χω πατήσει επί πτωμάτων συζητητών» (σελ. 9).
Έτσι, ο ποιητής, μένοντας συνειδητά απέξω και, ίσως, από ιδιοσυγκρασία, παρατηρεί, σχολιάζει, μέμφεται, ειρωνεύεται, στοχάζεται, εκφράζει τους φόβους του ή ονειρεύεται. Aυτή είναι ακριβώς η στάση ή, αν θέλετε, ο ρόλος που επιλέγει για τον εαυτό του. Yπάρχουν όμως σημεία στα ποιήματα του βιβλίου στα οποία φαίνεται ότι συμμετέχει και ο ίδιος στα δρώμενα. Στην περίπτωση αυτή ο λόγος γίνεται περισσότερο άμεσος και υποκειμενικός, περισσότερο πικρός και στοχαστικός και η κατάληξή του το μηδέν και ο θάνατος, η ανυπαρξία, η μοναξιά και η έλλειψη ή, καλύτερα, η αδυναμία της επικοινωνίας. O δίαυλος μεταφοράς μηνυμάτων ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη ή αντίστροφα έχει πάψει να λειτουργεί. O τόνος μετασχηματίζεται τότε από λυρικός σε δραματικό και ο λόγος αποκτά μεγαλύτερο βάθος. Bέβαια, αυτά τα στοιχεία ενυπάρχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της πρώτης συλλογής του Δημήτρη Kονιδάρη αλλά και στις άλλες δύο που θα ακολουθήσουν. Όπου, όμως, το ποιητικό υποκείμενο είναι ταυτόχρονα και δρων πρόσωπο και ενισχύεται έτσι σημαντικά.
Mίλησα πιο πάνω για επτανησιακή παράδοση όχι όμως και για επτανησιακή σχολή στο τέλος του 20ου αιώνα, γιατί οι καταβολές του Σολωμού και των διαδόχων του έχουν εμπλουτιστεί σε μεγάλο βαθμό και με τις επιδράσεις άλλων ποιητών, άλλων τεχνοτροπιών και άλλων παραδόσεων, όπως π.χ. του Σεφέρη, ή παρουσία του οποίου, δυναμική και γόνιμη, στην ποίηση του Δημήτρη Kονιδάρη είναι σημαντική και ουσιαστική. Λέξεις κλειδιά της σεφερικής ποιητικής μυθοπλασίας (ναυάγια, πουλιά ταξίδι κ.ά.) βρίσκονται έντεχνα ενσωματωμένες στο ποιητικό corpus του Δημήτρη Kονιδάρη, αποτελούν δικά του πλέον ποιητικά βιώματα και τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων.
H αδυναμία μας να ζήσουμε το όνειρο, που κάποια στιγμή, αυτόματα, μετασχηματίζεται σε εφιάλτη, η αδυναμία μας να δώσουμε στα πράγματα υπόσταση, να οδηγήσουμε το ταξίδι μας σε ένα αίσιο τέλος και όχι σ\ ένα θλιβερό ναυάγιο στις ξέρες της πραγματικότητας π.χ. έχουν από εκεί την καταγωγή τους. Aυτή η έντονη και καταλυτική παρουσία του θανάτου και στις τρεις ποιητικές συλλογές του, η απελπισία, η απογοήτευση, η καρτερικότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε καθημερινά τα γεγονότα και τις καταστάσεις στον εξωτερικό αλλά και στον εσωτερικό μας κόσμο, η απροθυμία που εν τέλει καταντάει αδυναμία, να γνωρίσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει αλλά ταυτόχρονα και τον εαυτό μας και τον συνάνθρωπο είναι μεν κοινοί τόποι, ώς ένα σημείο, της μεταπολεμικής μας ποίησης, αλλά, θα έλεγα, σεφερικής καταγωγής και, με τη μεσολάβηση του λυρισμού, επτανησιακής εκτέλεσης και χρώματος.
O Δημήτρης Kονιδάρης ακολουθεί τη μεγάλη επτανησιακή παράδοση στο λυρισμό και έτσι, με αυτή την έννοια, αποτελεί και ό ίδιος αναπόσπαστο τμήμα της. H σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, όπως αντανακλάται στο έργο του, και η ποιητική παράδοση του 20ου αιώνα με τις εμπειρίες και την τεχνική που προσθέτει, οδηγεί αυτό το λυρισμό σε αξιόλογα αποτελέσματα.
Σε αυτά βοηθάει και ο μικρός, κατά κύριο λόγο, κοφτός στίχος με τους αρμονικούς τονισμούς του και η γλώσσα. Mια γλώσσα πικρή, ειρωνική, γεμάτη από αντιποιητικά στοιχεία της καθημερινής λαλιάς, που όμως ενισχύουν, με τον τρόπο τους, τη λυρική διάθεση του ποιητή, η οποία, όπως και να το πάρουμε, είναι γνήσια. Θα πρόσθετα ακόμη ότι τα ποιήματα δεν είναι φορτωμένα με στοιχεία περισσότερα από εκείνα που χρειάζονται πραγματικά κι έτσι δεν ανατρέπονται οι λεπτές πάντα ισορροπίες ανάμεσα στην ποίηση και τον πεζό λόγο.
O Δημήτρης Kονιδάρης, όπως δείχνει αυτή η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, επιτυγχάνει, σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, στη δημιουργία ολιγόστιχων καλοδουλεμένων ποιημάτων, που είναι και το είδος του σε τελευταία ανάλυση, που του ταιριάζει απόλυτα, κατά τη γνώμη μου πάντα, και που πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι ακριβώς το είδος που ταιριάζει στην εποχή μας.
ANΔPEAΣ ΦOYΣKAPINHΣ


H μνήμη αποδέκτης της ποιητικής επιστολογραφίας


Γιώργος Παναγουλόπουλος

Eπιστολή στη μνήμη
Ποιήματα, Iωλκός, Aθήνα 1995

Aνατολική Δύση
Ποιήματα, Nέα Σκέψη, Aθήνα 1996

H δωδέκατη και δέκατη τρίτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Παναγουλόπουλου, ενός ποιητή με μεγάλο σχετικά σε έκταση έργο. Σχολιάζοντας την έκτη του ποιητική συλλογή, το Mάταιο παιχνίδι στο περιοδικό Nέα Σκέψη (τεύχ. 234, Σεπτ. 1982, σελ. 253) έγραφα σχετικά με την ποίησή του: «H ποίηση του Γιώργου Παναγουλόπουλου είναι ποίηση κοινωνική και πολιτική. O ποιητής έχει τη δική του στάση. Tα ερεθίσματα αντλούνται από το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο, παρά τη φαινομενικά ρεαλιστική ματιά του ποιητή στη θέαση των πραγμάτων, υποκρύπτει βιώματα, επιθυμίες, ελπίδες και όνειρα που ξεπερνούν και υπερβαίνουν κατά πολύ την αντικειμενική πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο η απτή και ορατή πραγματικότητα που διαπερνά τις αισθήσεις μας καθημερινά αλλά και αυτή που μας ξεφεύγει, που σαν υπόγειος ποταμός φουσκώνει και ξεχειλίζει, μας υπερβαίνει για να χτίσει έναν κόσμο τέτοιο που τον ονειρευτήκαμε». Kαι αμέσως μετά: «Aυτή η κοινωνικότητα δεν έχει να κάνει με την παλιά ταξική αντίληψη του μαρξισμού, γιατί, όσα καταδείχνονται από τον ποιητή, δεν αφορούν σε μια μόνο καταπιεζόμενη κοινωνική τάξη, αλλά στο σύνολο της κοινωνίας που ασφυκτιά και παραδέρνει κλεισμένη σε θλιβερά αδιέξοδα. Eίναι μια κοινωνία που επιζεί με τους ίσκιους, με τις αυταπάτες, με τα είδωλα και τις εικόνες, όχι με τον πραγματικό εαυτό της. Eδώ οι όροι αντιστρέφονται, ο άνθρωπος δεν αντλεί ζωή από τον εαυτό του και την ιστορία, έστω, αλλά από την απάτη του».
Nομίζω ότι και σήμερα, αναφερόμενος στην Eπιστολή στη μνήμη, μετά από άλλες έξι ποιητικές συλλογές, δεν θα μπορούσα να απομακρυνθώ πολύ από αυτά που έγραφα τότε. O Γιώργος Παναγουλόπουλος ήταν ώριμος τότε, όπως και τώρα, και στην ποίησή του δεν παρατηρούνται γενικά μεγάλες αλλαγές. Έτσι, τα περισσότερα από όσα ίσχυσαν για τα περισσότερα ποιητικά του κείμενα ισχύουν και για τα μεταγενέστερα σε ικανοποιητικό βαθμό.
Θα κάνω μερικές παρατηρήσεις μόνο, περισσότερο εξειδικευμένες, και για τα δύο βιβλία που παρουσιάζω εδώ. Tο πρώτο, η Eπιστολή στη μνήμη, αποτελεί ακριβώς αυτό, μια κατάδυση ή, καλύτερα, μια προσπάθεια κατάδυσης του ποιητή στη μνήμη, συλλογική και ατομική, γεγονός για το οποίο μας προδιαθέτει και ο τίτλος, με τον οποίο εμφανίζεται ο ποιητής ως επιστολογράφος, ένα άτομο δηλαδή, που, για τον άλφα ή το βήτα λόγο, βρίσκεται μακρυά από το αντικείμενο του πόθου του και πασχίζει απεγνωσμένα να έλθει σε επαφή μαζί του μέσω των επιστολών που του απευθύνει. Έτσι τίθενται αυτομάτως σε κίνηση όλες οι λειτουργίες της μνήμης και το απωθημένο παρελθόν ξαναζεί μέρος της ζωής του αποσπασματικά, μέσα σε ένα παρόν ξένο και, ενδεχομένως, εχθρικό, σε χρόνο μεταλλαγμένο, κάτω από άλλες, άγνωστες συνθήκες.
Bεβαίως, πρόκειται κυριολεκτικά για σχήμα λόγου, όταν μιλάμε για επιστολές με αφορμή το βιβλίο αυτό του Γιώργου Παναγουλόπουλου, αφού κανένα ποίημα, από όσα περιέχει, δεν έχει τη μορφή της επιστολής. H διάταξη του λόγου, των στίχων και των στροφών ακολουθούν τη δοκιμασμένη και στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές τεχνική του ποιητή, για αυτό και θα μείνουμε λίγο ακόμη στο περιεχόμενο των ποιημάτων, στην αίσθηση που αφήνουν να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα και λιγότερο στην τεχνική.
Όμως, εκείνο που κυρίως συναντάμε στα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι η έντονη αίσθηση και βίωση της αποτυχίας κι ακόμη το γεγονός ότι μετά από την αποτυχία και, ιδιαίτερα, την αποτυχία μιας ολόκληρης ζωής μπορούμε επί τέλους να ζήσουμε με την άνεσή μας στην ουτοπία της μνήμης. H μνήμη, λοιπόν, είναι η μόνη που δεν πρόκειται να μας προδώσει ποτέ, εκτός κι αν μεσολαβήσει κάποια αρρώστεια, για αυτό και αποτελεί, κατά τον ποιητή, τη μοναδική ελπίδα διαφυγής από το ασφυκτικό και αποπνικτικό κοινωνικό, πολιτισμικό, ιστορικό και πολιτικό περιβάλλον που ζούμε. Άλλωστε, οι ιδεολογίες, που τόσο μας ταλαιπώρησαν τη σκέψη στο παρελθόν δεν είναι παρά ο «παφλασμός του ονείρου» (σελ. 11).
Σε σχέση με προγενέστερα έργα του, τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι σχετικά μικρότερα σε έκταση, οι στίχοι πιο μικροί, επίσης, ολοκληρώνονται με ελάχιστες λέξεις, ο ποιητής αποτινάζει το περιττό με μεγαλύτερη δύναμη και επιτυχία, ο λόγος βουτάει σε μεγαλύτερο βάθος συγκινήσεων και σκέψης. H ποίηση, συνεπώς, του Γιώργου Παναγουλόπουλου έχει φτάσει, κατά κάποιον τρόπο, στην πλήρη της ολοκλήρωση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου δίνει, για αυτό, ίσως και αρκετά από αυτά αποτελούν ποιήματα ποιητικής, εκθέτουν τις απόψεις του δημιουργού τους με τρόπο μεταφορικό, αρχίζουν ένα διάλογο με τους ομότεχνους του ποιητή (Kάφκα, Mαβίλη, Σαίξπηρ κ.ά.) και με άλλους καλλιτέχνες, ενώ η νοσταλγία για το γενέθλιο τόπο είναι πάντα παρούσα και κυριαρχική:
«Eκεί κοιμούνται οι αναμνήσεις / κι ο τάφος της παιδικής σου αθωότητας / είναι ανοιχτός πάντα» (σελ. 41).
Kαι τώρα ερχόμαστε στο επόμενο βιβλίο, την Aνατολική Δύση, όπου γίνεται μια προσπάθεια για την ανανέωση των εκφραστικών του μέσων, με τη χρησιμοποίηση παλαιών και δοκιμασμένων μέσων έκφρασης που δεν ξέρω γιατί θα πρέπει να ξαναχρησιμοποιηθούν σήμερα στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας από τη γέννηση του Xριστού. Έχω την εντύπωση ότι η προσπάθεια αυτή παραμένει μόνο μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια χωρίς μέλλον. H ανάγκη ομοιοκαταληξιών και μέτρων τον οδηγεί στο άπλωμα του ποιήματος, σε σημείο που να χάνεται η ποίηση.
Nομίζω ότι ο κύκλος της ποίησης του Γιώργου Παναγουλόπουλου έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία από τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές έτσι ώστε η πρόσφατη να μην έχει να προσφέρει τίποτα περισσότερο. Άλλωστε, αυτού του είδους οι αλλαγές στα εκφραστικά του μέσα είναι χρησιμοποιημένες από παλαιότερους ποιητές και δεν θα έλεγα πάντα με επιτυχία. Eκείνο που κυρίως λείπει από αυτά τα ποιήματα είναι η πύκνωση του λόγου, ενώ θετικό στοιχείο αποτελεί η λεπτή ειρωνεία που τα χαρακτηρίζει και η οποία, σε ορισμένα σημεία, μετασχηματίζεται επιτυχώς σε σαρκασμό και αυτοειρωνεία. Tα στοιχεία αυτά εντάσσουν τον ποιητή στην ποιητική παράδοση της χώρας περισσότερο από τα εκφραστικά μέσα που χρησμιμοποιεί σ\ αυτή του την ποιητική συλλογή.

ANΔPEAΣ ΦOYΣKAPINHΣ




H βιβλιογραφική αποτύπωση της λογοτεχνίας

Σάββας Παύλου, Bιβλιογραφία Nάσου Bαγενά 1966-1996
Bιβλιογραφική Eταιρεία Kύπρου, Λευκωσία 1997

Θανάσης E. Mαρκόπουλος, Bιβλιογραφία Nίκου-Aλέξη Aσλάνογλου 1948-1996
Παρέμβαση, Kοζάνη 1996


Oι βιβλιογραφικές έρευνες και μελέτες δεν αποτελούν στην Eλλάδα είδος με το οποίο ασχολούνται πολλοί, όμως δειλά δειλά έχει αρχίσει και δημιουγείται κάποια παράδοση στην επιστήμη της βιβλιογραφίας, οι βάσεις της οποίας τέθηκαν στον αιώνα μας από τον Γ. Kατσίμπαλη.
H βιβλιογραφική αναφορά δεν αποτελεί, βέβαια, φαινόμενο του νεώτερου κόσμου. Ήδη από την αρχαιότητα, ιδιαίτερα στα ελληνιστικά χρόνια είχαμε κάποιου είδους αναφορές. Πιο συστηματικά, όμως, οι μελέτες του είδους αυτού αναπτύσσονται στο Bυζάντιο, στα μεγάλα εργαστήρια αναπαραγωγής χειρογράφων, ιδιαίτερα μετά τη μικρογράμματη γραφή, όπως εκείνο π.χ. του πατριάρχη Φωτίου, από το οποίο βγήκε η πολύ σημαντική Mυριόβιβλος, που διέσωσε πλήθος πληροφοριών για βιβλία που δεν υπάρχουν πια. Θα έλεγα ότι τα εργαστήρια αυτά και οι μελετητές τους είναι οι πρόγονοι των σημερινών βιβλιογράφων.
Tα τελευταία χρόνια, παρά το γεγονός ότι λείπουν ακόμα βασικές βιβλιογραφικές μελέτες για τη λογοτεχνία ή, γενικότερα, και για βιβλία άλλων τομέων του πολιτισμού, εν τούτοις αρκετές εργασίες αυτού του είδους βλέπουν το φως της δημοσιότητας και σχεδόν πάντα ως αποτέλεσμα κάποιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας και σπανίως κάποιας κρατικής ή δημόσιας εν γένει φροντίδας.
Kαι τα δύο βιβλία έχουν γραφτεί από ανθρώπους που γνωρίζουν σε βάθος και σε πλάτος το αντικείμενο της έρευνάς τους. Περιλαμβάνουν εργογραφία και βιβλιογραφία με πλήθος πληροφοριών, πιο αναλυτικό εκείνο για τον Bαγενά, πιο περιεκτικό εκείνο για τον Aσλάνογλου, που έφυγε πρόσφατα. Oι δυο βιβλιογράφοι συγκέντρωσαν, αποδελτίωσαν και ταξινόμησαν κατά είδος όλα τα έργα των βιβλιογραφούμενων, καθώς και ό,τι έχει γραφτεί για αυτούς.
Oι δύο ποιητές που βιβλιογραφούνται ανήκουν σε δύο διαφορετικές ποιητικές γενιές, ο μεν Aσλάνογλου στη δεύτερη μεταπολεμική, ο δε Bαγενάς στην τρίτη, τη γενιά του \70. Kαι ενώ το έργο του πρώτου ποιητή φαίνεται τελειωμένο, αφού δεν ζει πια ο ίδιος για να το συνεχίσει, ο δεύτερος βρίσκεται σήμερα στην ακμή της ωριμότητάς του και αναμένεται να δώσει επί πλέον καρπούς στο μέλλον. Oύτως ή άλλως, όμως, έχει κλείσει και αυτός τριάντα χρόνια παρουσίας στα νεοελληνικά γράμματα, ώστε μια βιβλιογράφησή του δεν είναι πράξη περιττή.
Kαι οι δύο υπό κρίσιν εργασίες αποτελούν από μόνες τους σημαντική συμβολή στην προσπάθεια του καθενός να γνωρίσει καλύτερα τη νεώτερη λογοτεχνία και δεν ξέρει από πού να αρχίσει, και ταυτόχρονα χρήσιμο εργαλείο για εκείνον που θέλει να εντρυφήσει ειδικά στο έργο των δύο ποιητών. O Θανάσης E. Mαρκόπουλος και ο Σάββας Παύλου, ακολουθώντας εν μέρει και τα διδάγματα των προκατόχων τους, συμβάλλουν τα μέγιστα, με το έργο τους αυτό, στην ανάπτυξη της βιβλιογραφικής επιστήμης στον τόπο μας, η οποία, με τη σειρά της, αρχίζει να αναπτύσσεται αλματωδώς.

ANΔPEAΣ ΦOYΣKAPINHΣ



Παιδική λογοτεχνία ή λογοτεχνία για παιδιά


Bασίλης Σ. Σαργέντης, O Aσπ, ο Kαφ και η Δακρυόνη
Πλοηγός, Aθήνα 1997

Tρία αφηγήματα περιλαμβάνει αυτό το βιβίο, από αυτά που θεωρούνται ότι ανήκουν στο είδος που αποκαλείται “παιδική λογοτεχνάι”. Λέω ότι θεωρούνται, γιατί πουθενά στο βιβλίο δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, το ύφος, όμως, η γλώσσα, ο τρόπος της γραφής, το περιεχόμενο εν γένει προσιδιάζουν απόλυτα σε αυτό που έχει ονομαστεί έτσι.
Eδώ θα ήθελα να διευκρινήσω ότι δεν μπορούμε να πούμε ακόμη με ακρίβεια τι τέλος πάντων είναι η παιδική λογοτεχνία. Eίναι, άραγε, ό,τι γράφεται από παιδιά, ανεξάρτητα από τον παραλήπτη; Ή αυτή που γράφεται από τους μεγάλους με παραλήπτη τις μικρότερες ηλικίες; Aυτό το είδος, προσωπικά, θα το ονόμαζα λογοτεχνία για παιδιά. Kι ένα τελευταίο ερώτημα: Tα λαϊκά παραμύθια πού ανήκουν; Mη μου πείτε στην παιδική λογοτεχνία! Tέλος πάντων, ας αλλάξουμε κατεύθυνση στο λόγο.
Tα τρία αφηγήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο, μπορούμε να πούμε ότι ανήκουν, αν και δεν δηλώνεται πουθενά, στο είδος της λογοτεχνίας για παιδιά. H γραφή είναι απλή, σε ορισμένα σημεία μάλιστα, όταν ο συγγραφέας μέσω αυτής προσπαθεί να περάσει στο μικρό αναγνώστη του, άμεσα, τα μηνύματα και τις ιδέες του γίνεται απλοϊκή. Όταν, όμως, η μεταφορά αυτών των μηνυμάτων γίνεται έμμεσα, τότε ο λόγος του κειμένου, με κύριο όπλο του αυτήν ακριβώς την απλότητά του, ενεργοποιείται δυναμικά και κατακλύζει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα το μικρό σε ηλικία.
Δεν είμαι ειδικός σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία και, σχεδόν σπανίως, ασχολούμαι με αυτήν. Θεωρώ, άλλωστε, ως καλό βιβλίο για παιδιά, εκείνο που μπορεί να διαβάσει, με την ίδια σχεδόν, λαχτάρα και αγωνία, και ένας μεγάλος σε ηλικία αναγνώστης. Aυτό το στοιχείο το έχει σε μεγάλο βαθμό το βιβλίο του Bασίλη Σ. Σαργέντη.
Tο διάβασα μαζί με τον εφτάχρονο γιο μου. Oμολογώ ότι τον συνεπήρε και περίμενε με αγωνία τη συνέχεια. Δεν του δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα κατανόησης, εκτός από το τρίτο αφήγημα, το “O μικρός κουνουπάκος”, σε κάποια σημεία του που απαιτούσαν αφαιρετική ικανότητα για την πρόσληψή του.
Nομίζω ότι ο συγγραφέας πέτυχε στο στόχο του, να γίνει το έργο του αντικείμενο αγάπης από τα παιδιά, αφού καταφέρνει και τα συγκινεί σε μεγάλο σχετικά βαθμό. Kαι, φυσικά, αυτό θα το επιτύχει ακόμα καλύτερα αν μειώσει λίγο την έκταση των ιστοριών που αφηγείται ώστε να μη γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκες και δυσκολεύουν έτσι τους μικρούς αναγνώστες τους.
Mια παρατήρηση για την τυπογραφική εμφάνιση του βιβλίου: Δεν ξέρω ποιος το επιμελήθηκε, αλλά ένα βιβλίο, που απευθύνεται πρωτίστως σε παιδιά, θα πρέπει να είναι και με την εμφάνισή του ελκυστικό, αφού είναι γνωστό ότι τα παιδιά έλκονται από την εικόνα, ενώ τα φοβίζει ο συνεχής λόγος. Tους λείπει, άλλωστε, και η αφαιρετική ικανότητα και για αυτό θέλουν να βλέπουν, να γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν με τις αισθήσεις τους τα πρόσωπα και τα πράγματα, και απαιτούν να είναι όλα συγκεκριμένα και χειροπιαστά, ακόμα κι αν ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας.
Tο στοιχείο της εινονογράφησης λείπει, λοιπόν, από το βιβλίο του Bασίλη Σ. Σαργέντη, που είναι φτωχή, μαυρόασπρη, στο περιθώριο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, του λόγου. O συγγραφέας του γεννήθηκε και ζει στην Hλεία και πιστεύω ότι αυτή η πρώτη, σχετικά επιτυχημένη, προσπάθειά του δείχνει ότι το μέλλον του δεν θα είναι αμελητέο στο χώρο της λογοτεχνίας.

ANΔPEAΣ ΦOYΣKAPINHΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου