Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Εισαγωγή στην ποίηση και την ποιητική του Γιώργη Παυλόπουλου

Σημειώσεις για την ποίηση και την ποιητική του Γιώργη Παυλόπουλου Του Ανδρέα Φουσκαρίνη «΄Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης. Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.» Α. Μια προσωπική εμπειρία. Το κείμενο που ακολουθεί δεν φιλοδοξεί τίποτ’ άλλο παρά, χρησιμοποιώντας μερικά αντικλείδια, να ανοίξει την πόρτα της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου, μια πόρτα που πεισματικά παραμένει ανοιχτή καρτερώντας με υπομονή να διαβούμε το κατώφλι της, ενώ εμείς, σοβαροί και αγέλαστοι, συνεχίζουμε να ψάχνουμε τις αποσκευές μας για να βρούμε το κατάλληλο αντικλείδι να την ξεκλειδώσουμε. Αντίφαση; Θα δούμε. Το βάρος αυτού του κειμένου έχει πέσει κυρίως στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές, «Το Κατώγι» και «Το Σακί», κάποιες παρατηρήσεις όμως θα γίνουν αναγκαστικά και σε μεταγενέστερες εκδόσεις ποιημάτων του, αφού ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής που εξελίσσεται συνεχώς μέσα στο χρόνο χωρίς, φυσικά, το βάρος αυτού του χρόνου να φαίνεται πάνω στα κείμενά του ποιητή. Θέλω να πω δηλαδή ότι ο Γιώργης Παυλόπουλος δεν θα γίνει ποτέ ο Γέρος του Γιώργου Σεφέρη ή το Γερόντιον του T.S.Eliot, που, καθισμένος στην ακροποταμιά ή αλλού, αναλογίζεται τις συλλογικές ή τις προσωπικές του μνήμες και μας εκθέτει με τα φίλτρα της ποίησης τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του κι αυτό γιατί κάθε νέα ποιητική του συλλογή είναι ένας κόσμος σχεδόν καινούργιος που ξαφνιάζει με το φανέρωμά του στην πιο κατάλληλη στιγμή. Θα έλεγα εδώ ότι είναι ένας ποιητής πρωτεϊκός, αν η λέξη δεν ήταν από χρόνια παρεξηγημένη και γι’ αυτό την αποσύρω αμέσως. Θα υποστήριζα όμως, χωρίς καμία επιφύλαξη, ότι, παρόλες τις αλλαγές ή την εξέλιξή του, στο βάθος της ποιητικής του σκέψης βρίσκουμε πάντα το δίπολο έρωτας-θάνατος, με τον έρωτα να κυριαρχεί από συλλογή σε συλλογή και να ενισχύεται όσο αυξάνονται τα χρόνια στην πλάτη του ποιητή. Ξεκινάω από κάτι εντελώς προσωπικό: από την πρώτη μου επαφή με τον ποιητή. Πρώτα με το έργο του. Διάβασα για πρώτη φορά το όνομά του και είδα κείμενό του στην «Ηλειακή Γραμματολογία» του Τάκη Δόξα, μαθητής του γυμνασίου ακόμη. Στη σελίδα 112 υπήρχε ανθολογημένο το ποίημα «Αποκαθήλωση»: «Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί». Μου έκανε αμέσως εντύπωση η ηθελημένη ασάφεια και κάποια άλλα στοιχεία παντελώς άσχετα προς την ποίηση που διδασκόμαστε τότε στο εξατάξιο γυμνάσιο: λείπει π.χ. το υποκείμενο {Ποιος ξεκαρφώνει;}, το αντικείμενο {Ποιον ή τί ξεκαρφώνουν;}. Ο τόπος και ο χρόνος είναι εντελώς αόριστοι {κάπου, απ’ το πρωί}. Κι όμως αυτοί οι στίχοι, οι τόσο αντίθετοι προς την εικόνα της ποίησης που είχαμε διδαχτεί απ’ το σχολείο και σχηματίσει μέσα μας τότε, λόγω, ίσως, και της έντονης διαύγειας της εικόνας, με όλους τους συνειρμούς που αυτή κουβαλούσε στα δύσκολα χρόνια της νιότης μας, με τη θαυμαστή τους λιτότητα στη χρήση των εκφραστικών μέσων, εντυπώθηκαν από τότε στο μυαλό μου και τους κουβαλάω συνεχώς μαζί μου. Δεν θα ήταν ψέμα, αν έλεγα ότι αυτό το ποίημα μαζί με δυο τρία του Τάκη Σινόπουλου στο ίδιο βιβλίο ήταν και η πρώτη μου επαφή με αυτό που είπαν μοντέρνα ή νεωτερική ποίηση και, βέβαια, αποτελούσαν πάντα ένα ξάφνιασμα για τους γυμνασιόπαιδες της εποχής. Ποίηση στο σχολείο της δεκαετίας του 1960 σήμαινε μέτρο, ομοιοκαταληξία, στροφές, τομές αλλά και ηθικά διδάγματα, κεντρική ιδέα και άλλα ξεχασμένα πια. Το καινούργιο ηχούσε περίεργα, παράτονα, παράταιρα και, ίσως, ανατρεπτικά. Μετά την ανάγνωση, βέβαια, και άλλων ποιητών της εποχής, όπως π.χ. του Σεφέρη, του Ελύτη, του Αναγνωστάκη, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, τα πράγματα ξεκαθάρισαν μέσα μας. Το εναρκτήριο λάκτισμα όμως μου το έδωσε ο Γιώργης Παυλόπουλος. Τον Γιώργη Παυλόπουλο τον συνάντησα πολύ αργότερα. ΄Ήταν στα 1979, όταν οργανώσαμε στη «Μορφωτική ΄Ένωση Λεχαινών» μια σειρά επαφών, συζητήσεων με ανθρώπους του πολιτισμού, της επιστήμης και της πολιτικής. Μία απ’ αυτές ήταν αφιερωμένη σ’ αυτόν. Εκεί, λοιπόν, ήρθα για δεύτερη φορά στη ζωή μου σε επαφή με την ποίησή του, αρχικά ως ακροατής και στη συνέχεια ως αναγνώστης, αφού αρκετά από τα ποιήματα που ακούστηκαν στην εκδήλωση τα δημοσιεύσαμε αργότερα στο περιοδικό «Διάλογος» που εκδίδαμε εκείνα τα χρόνια. Μέχρι τότε, λοιπόν, η οποιαδήποτε επαφή μου με την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου ήταν μόνο μέσω της ποίησής του. Με τον ίδιο δεν είχα ανταλλάξει ούτε κουβέντα. Συνέβη κι αυτό, βέβαια, λίγο αργότερα, μετά τη δημοσίευση μιας κριτικής μου παρουσίασης της ποίησής του σε εφημερίδα της Ηλείας. Τότε είχε εκδώσει μόνο την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Το Κατώγι» και είχε δημοσιεύσει μερικά άλλα κείμενά του σε διάφορα έντυπα του κέντρου και της επαρχίας. ΄Όλα, βέβαια, είχαν αφήσει άριστες εντυπώσεις στο αναγνωστικό κοινό της ποίησης. Η πρώτη συνάντηση μαζί του έγινε στον τόπο της δουλειάς του, στα στενάχωρα γραφεία του ΚΤΕΛ Νομού Ηλείας, στον Πύργο, όπου εργαζόταν ως γραμματέας μέχρι και το 58ο έτος της ηλικίας του, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Η γνωριμία με τον άνθρωπο συμπλήρωσε την εικόνα του ποιητή. Από τότε συναντηθήκαμε δεκάδες φορές για δεκάδες λόγους, έχουμε συζητήσει ώρες επί ωρών περί ποικίλων θεμάτων, έχουμε φάει μαζί, έχουμε συνεργαστεί για τη διοργάνωση εκδηλώσεων και για την προετοιμασία εκδόσεων ή παρουσιάσεων συγγραφέων ή περιοδικών. Έχουμε εν γένει γνωρίσει σε βάθος ο ένας τον άλλον. Η έμφυτη ευγένειά του είναι πασίγνωστη και χαρακτηριστική, θα έλεγα, παροιμιώδης, η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, η καλοσύνη του και, παράλληλα, η γνώση της εποχής και του τόπου του ή των ανθρώπων της γενιάς του μεγάλη. Σε συζητήσεις μας τον έχω χαρακτηρίσει ως το ζωντανό αρχείο της γενιάς του. Πιστεύω ότι, αν ποτέ μιλήσει διεξοδικά, θα έχει να πει πολλά ώστε να διασώσει πράγματα, γεγονότα, πληροφορίες που, διαφορετικά, θα χάνονταν για πάντα, ιδιαίτερα όσα πηγάζουν από τη σχέση του με τον Σεφέρη ή με τους συγγραφείς της γενιάς του. ΄Όμως αυτό πρέπει να το κάνει σύντομα γιατί τα χρόνια περνούν απελπιστικά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αλλά και αργότερα μίλησα σε κάμποσες εκδηλώσεις για την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου και ο ίδιος διάβασε ποιήματά του, όπου τον καλούσαν. Κοντέψαμε να γίνουμε, κατά την επιτυχημένη του έκφραση, πραγματικός περιφερόμενος θίασος. Τώρα θέλω όλη αυτή την πείρα που απόκτησα απ’ την μελέτη της ποίησής του, ό,τι αποκόμισα απ’ την δική του εμπειρία, να το εκθέσω σε αυτό εδώ το κείμενο, ως ταπεινή ένδειξη σεβασμού και τιμής προς έναν ποιητή και έναν άνθρωπο προς τον οποίο θα έπρεπε ο τόπος του να είχε σκύψει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Δυο λόγια ακόμη για το κείμενο αυτό. ΄Ένα μέρος του, σε μια πρώτη μορφή, έχει δημοσιευτεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά αποσπασματικά και με τη συχνότητα της έκδοσης των ποιητικών του συλλογών. ΄Όμως, η διαρκής ενασχόληση με την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου μου επέβαλλε πάντα και ένα δεύτερο κοίταγμα και ένα τρίτο και, κάποτε, και τέταρτο. ΄Ετσι το κείμενο που έχετε μπροστά σας δεν είναι παρά μια ανάπτυξη βαθύτερη, εκτενέστερη και, ίσως, ουσιαστικότερη των πρώτων και των μεταγενέστερων συγκινήσεων που μου πρόσφερε και εξακολουθεί να μου προσφέρει πάντα αφειδώς η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, ενώ συνάμα αποτελεί μια πληρέστερη και πιο τεκμηριωμένη αποτίμηση του έργου του. Βέβαια, η πρώτη γραφή έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τη μορφή του. Το κείμενο φαίνεται ότι γράφτηκε σταδιακά, σαν μια συνεχής επαφή και ενασχόληση με την ποίηση και τον ποιητή της και γι’ αυτό, ίσως, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι υπάρχουν κάποιες μικρές επικαλύψεις ή περιττές επαναλήψεις ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. ΄Όλα όμως αποτελούν μέρος του συνόλου. Β. Μερικές πρώτες παρατηρήσεις Eίναι σπάνιο το φαινόμενο, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με την πληθώρα των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων και δη ποιητών, ένας ποιητής να γίνεται αμέσως γνωστός και αποδεκτός από την συντεχνία αλλά και από το κοινό ταυτόχρονα με την έκδοση της πρώτης του κιόλας ποιητικής συλλογής, όπως συνέβη στην περίπτωση του Γιώργη Παυλόπουλου που ήταν ήδη γνωστός αρκετά χρόνια και πριν απ’ αυτή την έκδοση. Για να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί ήδη από τα νεανικά του χρόνια στο περιοδικό «Οδυσσέας» του Πύργου, στην εφημερίδα «Πατρίς» του Πύργου, στο Αθηναϊκό περιοδικό «Εποχές» και αλλού. ΄Άρα είναι σχετικά γνωστός όταν αποπειράται το εγχείρημα της έκδοσης του πρώτου του βιβλίου, το οποίο θα του φέρει και τη διεθνή αναγνώριση, αφού πολύ σύντομα θα μεταφραστεί στα Αγγλικά από τον Peter Levi στα 1977, ενώ μεμονωμένα ποιήματα της συλλογής μεταφράζονται στα Αγγλικά από τον Πήτερ Ντρέγιερ και στα Γαλλικά από τον Ζαν Μαξ Τουμπώ. Σύντομα, λοιπόν, θα γίνει και διεθνής. Η έκδοση, συνεπώς, του βιβλίου δεν αποτελεί και την παρθενική εμφάνιση του Γιώργη Παυλόπουλου στον κόσμο της Λογοτεχνίας, ούτε είναι τότε που ακούγεται για πρώτη φορά το όνομά του. Ο ποιητής είναι ήδη γνωστός σ’ έναν ευρύ κύκλο φίλων και ειδημόνων, όπως παρατηρεί και ο Θόδωρος Βαρουξής στο προαναφερθέν κείμενο. ΄Άλλωστε, έχει προλάβει να ανθολογηθεί στην «Ηλειακή Γραμματολογία» του Τάκη Δόξα. ΄Όχι ότι αυτό, βέβαια, είναι πρόκριμα επιτυχίας και αναγνώρισης, αφού ο Δόξας δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρός στις επιλογές του. ΄Ήταν όμως τ’ όνομά του στο προσκήνιο, έστω και στις σελίδες μιας ανθολογίας. «Το Κατώγι», λοιπόν, δεν είναι ένα πρωτόλειο, παρά το γεγονός ότι είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα του. Στα 1971 που εκδίδεται, ο ποιητής έχει ήδη διαβεί το κατώφλι των 45 χρόνων. ΄Άρα , έχει συσσωρευτεί μέσα του ο αναγκαίος χρόνος εμπειρίας και επεξεργασίας που απαιτείται για τη συγκρότηση τόσο σύνθετων και ολοκληρωμένων έργων. Και πράγματι, στο «Το Κατώγι» παρατηρούμε πληρότητα, ενότητα και ομοιογένεια στην έκφραση, το ύφος, τη γλώσσα, την τεχνική όσο και στο περιεχόμενο, παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από το 1945 μέχρι και το 1969. Για τον Γιάννη Δάλλα υπάρχουν δύο εξηγήσεις: ή ο Γιώργης Παυλόπουλος πετάχτηκε πάνοπλος, όπως η Αθηνά απ’ το κεφάλι του Δία, στο στίβο της ποίησης ή η μεταγενέστερη συνεχής, επίμονη και επίπονη επεξεργασία των ποιημάτων έφερε τελικά ατό το θαυμαστό αποτέλεσμα. Προσωπικά, αποκλείω την πρώτη περίπτωση, γιατί τότε θάπρεπε , λίγο πολύ, ο ποιητής να είχε ακολουθήσει τη μοίρα του Ρεμπώ, που σιώπησε εντελώς μετά την πρώτη του και τελευταία εντυπωσιακή ποιητική έκρηξη και θα είχε πει τα πάντα με την πρώτη του αυτή εμφάνιση. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβη ποτέ. Ο ποιητής συνέχισε και συνεχίζει ακόμη να γράφει, αργά, βέβαια, όπως δείχνει και η συχνότητα των εμφανίσεών του, αλλά σταθερά κι ακόμη πιο αργά δημοσιοποιεί το αποτέλεσμα της εργασίας του, των κόπων του και των εμπνεύσεών του. Ο Γιώργης Παυλόπουλος δεν είναι ο ποιητής της μιας και μόνης ποιητικής συλλογής, αφού την πρώτη την ακολούθησε δεύτερη και τρίτη και τέταρτη και άλλες στη συνέχεια κι απ’ ό,τι ξέρω κι άλλες συγκροτούνται για το μέλλον στις ώρες της ποιητικής του περισυλλογής και η κάθε μία απ’ αυτές έχει τον δικό της κόσμο, το δικό της ύφος και τη δική της τεχνική, αφού η εξέλιξή του και η διαφοροποίησή του είναι εμφανής από τη μία στην άλλη. Ακόμη και σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, που συμπληρώνω αυτές τις γραμμές με νεώτερες παρατηρήσεις, πιστεύω ότι ο ποιητής δεν έχει εκφράσει όλα, όσα κρύβει μέσα του, στις σκοτεινές πτυχές της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας, έχει πολλά να πει ακόμη κι αυτό το πιστοποιούν οι μεταγενέστερες δημοσιεύσεις του και η συνεχής εξέλιξή του. Η δεύτερη άποψη φαίνεται πιο πιθανή, αν αντικαταστήσουμε το «μεταγενέστερη» με το «συνεχής» επεξεργασία, γιατί αυτή και μόνο, η αδιάκοπη δηλαδή υπέρβαση των αρχικών συλλήψεων έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη αποτίναξη του περιττού, την αυστηρή συμπύκνωση του στίχου και του νοήματος που αυτός φέρει και, βέβαια, την ολοκλήρωση της ποιητικής εικόνας με την ταύτιση μορφής και περιεχομένου ή σημαίνοντος και σημαινομένου έτσι ώστε το τελικό αισθητικό προϊόν να είναι αντάξιο του ονόματος και της τιμής του στην πολιτισμική αγορά του χρόνου. ΄Όλοι, όσοι γνωρίζουν καλά τον Γιώργη Παυλόπουλο, ξέρουν με πόση δυσκολία, με πόση πίεση, μετά από πόσα κοιτάγματα και σκέψεις, μπορούν να του αποσπάσουν ένα ανέκδοτο κείμενό του για να το δημοσιεύσουν σε κάποιο, σοβαρό πάντα, έντυπο. Ο ποιητής δεν αποχωρίζεται εύκολα το κείμενό του, αν δεν το κοιτάξει άπειρες φορές ακόμη, αν δεν νιώσει πραγματικά ικανοποιημένος από το αισθητικό αποτέλεσμα, αν δεν τον αγγίξει αυτή η σπάνια αίσθηση της τελειότητας που τον διακρίνει. Κείμενα που δημοσιεύτηκαν παλιότερα, όταν παίρνουν τη θέση τους σε συλλογές σχεδόν ξαναγράφονται. Η ουσία, βέβαια, μένει, η μορφή, όμως, αλλάζει. Η έφεση του ποιητή για την τελειότητα φαίνεται αθεράπευτη. Ας μην ξεχνάμε ότι ένας από τους δασκάλους του, μακρινός, βέβαια, είναι ο Διονύσιος Σολωμός από τη γειτονική Ζάκυνθο, μανιώδης θηρευτής της τελειότητας και γι’ αυτό, αναγκαστικά, αποσπασματικός και ανολοκλήρωτος. Ο Σολωμός, στην ώριμη περίοδο της ζωής του, μας έδωσε αποσπάσματα ποιημάτων, ακόμη και μεμονωμένους στίχους και όχι ολοκληρωμένα ποιήματα. Η ποίηση αναδίδεται ακέραιη από το τελειωμένο απόσπασμα και όχι από το τελειωμένο ποίημα, γι’ αυτό και το απόσπασμα γράφεται και ξαναγράφεται με άλλη μορφή, αλλά πάντα τελειωμένο, σαν να μην χρειάζεται τίποτ’ άλλο πριν ή μετά απ’ αυτό. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, όπως ήταν φυσικό, δεν έμεινε στο απόσπασμα, ούτε έγραψε ποιήματα του ενός στίχου, από όσο ξέρω, η έντονη βίωση της καθημερινότητας και η ποιητική του ιδιοσυγκρασία τον ανάγκασαν να δώσει έργα, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένα και η ποίησή του εξελίσσεται απρόσκοπτα από συλλογή σε συλλογή δεχόμενη συνεχώς καινούργιες επιδράσεις. Γ. Μια τελευταία πρώτη παρατήρηση Ο χρόνος που προσδιορίζει την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου είναι καθορισμένος {1943-1969} και αφορά σε μια εποχή σημαδιακά οριακή αλλά και καθοριστική για τη νεώτερη ιστορία του τόπου και τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του ποιητή. Η ξενική Κατοχή, η πείνα, ο τρόμος, η προδοσία, ο ενδοτισμός, η άνομη συναλλαγή, ο αγώνας και η αγωνία για τη φυσική αλλά και για την ψυχική επιβίωση, ο θάνατος, η τυραννία, τα βασανιστήρια, η καταπίεση κάθε είδους, ο καταναγκασμός, ο στραγγαλισμός της πνευματικότητας και της ελπίδας, η αποτρόπαιη στέρηση κάθε ελευθερίας και η απανθρωπιά είναι οι συνισταμένες της εποχής και της ποίησης. ΄Ετσι, ενώ στο «Κατώγι» κυριαρχούν τα βιώματα της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων καλυμμένα και κρυπτικά, στο «Σακί» αφήνονται πιο ελεύθερα, αποσαφηνίζονται περισσότερο, εκφράζονται πιο καθαρά , ορίζονται πιο ευδιάκριτα και, σιγά-σιγά, ιδιαίτερα στις επόμενες ποιητικές συλλογές, αντικαθίστανται {και εμπλουτίζονται με} από τα νεώτερα βιώματα της εποχής της δικτατορίας των συνταγματαρχών ή της εποχής της πιο μακρόχρονης Ελληνικής δημοκρατίας ΄Άλλωστε, «Το Σακί», στο μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον, γράφεται αυτή την περίοδο και εκδίδεται μετά την πτώση της δικτατορίας στα χρόνια της δημοκρατίας. ΄Ετσι, ενώ στην πρώτη του ποιητική συλλογή κυριαρχεί ο μύθος, η κρυμμένη δηλαδή μορφή της ιστορίας, που, βέβαια, δεν συσκοτίζει αλλά τελικά αποκαλύπτει πλήρως το γεγονός, στη δεύτερη η ιστορική πραγματικότητα, όπως την εννοεί ο ποιητής, επιβάλλεται κυριαρχικά και επιβάλλει τους δικούς της μύθους, τους δικούς της κώδικες και, συνεπώς, τα πράγματα λέγονται, σχεδόν, με τα’ όνομά τους. Στις μεταγενέστερες συλλογές, σταδιακά, η ιστορική πραγματικότητα παραχωρεί τη θέση της στην ονειρική θέασή της με τα μέσα της φαντασίας, μεταπλάθεται σε κάτι καινούργιο μέσα από τον κόσμο των επιθυμιών, ο ποιητής και ο λόγος του γίνονται περισσότερο παιγνιώδεις, ο έρωτας και η αναπόληση της σχέσης με το άλλο φύλο δίνουν έναν άλλο τόνο λυρικότητας και τρυφερότητας στην ποίησή του. Εδώ παίζει σε μεγάλο βαθμό το όνειρο και το παραμύθι, η κυκλική και πάντα επαναλαμβανόμενη, δηλαδή η προσωπική εκδοχή της ιστορίας που επαναλαμβάνεται συνεχώς σε κάθε άνθρωπο αφού ολοκληρώσει κάθε φορά τον κύκλο της Σ’ όλες τις εποχές ο Γιώργης Παυλόπουλος βρήκε με επιτυχία τη φωνή που του ταίριαζε κάθε φορά και μίλησε γενναία, δηλαδή ελεύθερα, μπροστά στον κίνδυνο, γι’ αυτό, ίσως, και η ποίησή του σημαδεύτηκε τόσο οριακά, ιδιαίτερα στις παλαιότερες συλλογές του, από τον θάνατο. Βέβαια, αυτή η παρουσία του θανάτου, τόσο κυριαρχική στην αρχή, εξακολουθεί να είναι πάντα παρούσα στην ποίησή του και να την χρωματίζει λυρικά, έστω κι αν σιγά-σιγά μειώνεται ο ρόλος της με τα χρόνια. Παιδί της Κατοχής ο Γιώργης Παυλόπουλος, έζησε από κοντά τις δυσκολίες της ζωής και την αγωνία για την επιβίωση, είδε τον θάνατο με τα ίδια του τα μάτια να χορεύει πασίχαρος στα σταυροδρόμια και να οδηγεί τη μοίρα του λαού του, δικούς του ανθρώπους να πεθαίνουν ηρωικά ή μίζερα με τον φόβο ζωγραφισμένο στα ολάνοιχτα μάτια τους και ευαίσθητος, όπως ήταν, ένιωσε στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βάρος των καιρών, την τραγικότητα της ζωής και την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, που στέκεται μετέωρος ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, την αγωνιώδη πορεία του ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες των αντιθέσεων, των συγκρούσεων και των αντιφάσεων της Ιστορίας, την ολοκληρωτική συντριβή των ελπίδων και τη ματαίωση των οραμάτων και των προσδοκιών της γενιάς του, την απογοήτευση και την απελπισία ή την αγωνία για το αβέβαιο και ζοφερό μέλλον που ακολούθησε την πτώση στα χαμηλά και την ακύρωση κάθε απεγνωσμένης προσπάθειας για ανθρωπιά και πίστη σε κάτι καλύτερο, γιατί ο άνθρωπος δεν παύει ποτέ, μ’ όλες τις αποτυχίες του να ελπίζει. Επί πλέον έζησε ως το τέλος την πλήρη, σχεδόν, επικράτηση καταστάσεων και μηχανισμών απόλυτα εχθρικών προς τον άνθρωπο, που έπαψαν να τον καταδυναστεύουν αρκετά μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η επικράτηση του ψυχροπολεμικού κλίματος σε διεθνές επίπεδο και του μετεμφυλιακού κράτους στην Ελλάδα, ο χωρισμός των ανθρώπων σε αντίπαλα και αντίμαχα στρατόπεδα, σε απόλυτα καλούς και σε απόλυτα κακούς, ανάλογα με την ιδεολογία και τις πολιτικές αντιλήψεις, δεν άφηνε πολλά περιθώρια σε περισσότερες επιλογές στον ευαίσθητο κόσμο της ποίησης γι’ αυτό και ο ποιητής, αναγκασμένος να μιλήσει για αυτά αλλά και για άλλα, για τις πληγές που δεν λένε να κλείσουν αλλά συνεχώς κακοφορμίζουν, οδηγεί τον λόγο του σε κρυπτικότητα, σε παλιούς αλλά όχι ξεχασμένους τρόπους ομιλίας και επικοινωνίας με το δεκτικό περιβάλλον του, τον κάνει να μιλάει με μεταφορές, με μύθους, με παραβολές, με σύμβολα, μα πάντα απλά, όπως ακριβώς κι ο μεγάλος του δάσκαλος, ο Γιώργος Σεφέρης. Εξάλλου, αυτός ο τρόπος έκφρασης είναι κοινός στο σύνολο, σχεδόν, των ποιητών που αποτελούν την Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά της Ελλάδας, στην οποία ανήκει δικαιωματικά αλλά και αναγκαστικά ο Γιώργης Παυλόπουλος, που είναι μια γενιά που έζησε την Ιστορία, όχι ως θεατής αλλά ως συμμέτοχος στην καθημερινή δημιουργία των γεγονότων που, τελικά, την συναπάρτισαν. Ο λόγος και η πράξη συμβαδίζουν στη ζωή αυτών των ανθρώπων και η ποίηση αποτελεί εν πολλοίς ένα ακόμη όπλο για την επικράτηση της επιθυμητής ιδεολογίας και της συνακόλουθης πολιτικής. Γι’ αυτό, ίσως, και η κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να χτίσει το ποίημά του είναι βαριά από αίσθημα και νόημα και, ταυτόχρονα, ανταποκρίνεται πλήρως στις μυστηριακές δυνάμεις της ζωής, που αντλούν τη δύναμή τους από την καθημερινή βιοπάλη και τον αδιάκοπο, πλην όμως ατελέσφορο αγώνα για την ύπαρξη, για την επιβεβαίωση της ύπαρξης αλλά συνάμα και για την ανάπτυξη της ομαδικότητας του ανθρώπου, συνεπώς, πλήρης και αυτόνομη. Αν λάβουμε, λοιπόν, υπόψη μας ότι το βασικό όργανο της έκφρασης ενός ποιητή είναι η λέξη, η βασική μονάδα της γλώσσας κάθε ποιητή, τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι γερά εξοπλισμένος. Στο βάρος των εκφάνσεων της ζωής, λοιπόν, ίσως και να οφείλεται και το γεγονός της λεγόμενης ολιγογραφίας του ποιητή ή, καλύτερα, η διστακτικότητά του απέναντι στη δημοσιότητα, τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες της εμφάνισής του στα Γράμματα, γιατί, κατά τη γνώμη μου, στην πραγματικότητα δεν είναι ολιγογράφος, τουλάχιστον με τη στενή σημασία της λέξης, αφού η ποίηση του είναι καθημερινή ενασχόληση και στα συρτάρια του βρίσκονται δεκάδες ποιημάτων και άλλων κειμένων, τακτοποιημένων σε φακέλους με την παροιμιώδη τάξη που τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο, που διστάζει να τα εκδώσει, γιατί δεν του δίνουν πάντα αυτή την αίσθηση της τελειότητας, που επιθυμεί ο ίδιος για το έργο του και τα κρατάει καταχωνιασμένα, περιμένοντας πρώτα να ολοκληρωθούν, να ωριμάσουν μέσα του κι ύστερα να γίνουν αντικείμενο μελέτης και απόλαυσης αισθητικής για τον αναγνώστη. Σε σύγκριση με άλλους, βέβαια, ποιητές που δεν προλαβαίνουν να γεμίζουν τυπωμένες σελίδες, τότε, ναι, είναι ολιγογράφος. Η ολιγογραφία του αυτή οφείλεται, ενδεχομένως, σε πολλούς παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς: στον χαρακτήρα του, στην απομάκρυνσή του από το λογοτεχνικό και εκδοτικό κέντρο και τη μερική αποκοπή του ή, έστω, τη χαλαρή σύνδεσή του με κύκλους των Αθηνών, στη διδαχή των διδασκάλων του {Σολωμού, Καβάφη, Σεφέρη, Θουκυδίδη, Μπόρχες, γνωστούς Γιαπωνέζους μαστόρους κ.λ.π.}, στην έφεσή του για το τέλειο, που τον οδηγεί στην εξαντλητική επεξεργασία του κειμένου, στη δυνατότητά του να εκφράζεται και με τη ζωγραφική ή τον προφορικό λόγο, στον εχθρικό, τέλος, επαρχιακό περίγυρο που σε υποχρεώνει, πολλές φορές, να κλείνεσαι στον εαυτό σου για να μην σκανδαλίζεις, μια και η Τέχνη εδώ {και όχι μόνο εδώ} θεωρείται ως ο μέγιστος σκανδαλισμός. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορεί να δηλώνει άφοβα ποιητής ο Γιώργης Παυλόπουλος. Κάθε δημοσιευμένο ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου αποτελεί ταυτόχρονα και μία μελέτη θανάτου, πάει να πει δηλαδή μία μελέτη ζωής, ολοκληρωμένη από κάθε άποψη, γι’ αυτό και ο λόγος του αλλά και ο στίχος του δεν αναλίσκονται σε μηδαμινότητες ή σε περιγραφές επουσιωδών στοιχείων της πραγματικότητας, ούτε φλυαρούν άσκοπα, αλλά είναι απόλυτα συμπυκνωμένοι και περιεκτικοί, σύντομοι και αποφθεγματικοί. Παρόλο που η βίωση του καθημερινού φαίνεται ότι γίνεται έντονα, η φωνή του ποιητή έχει έναν χαμηλό τόνο, που τον φέρνει πολύ κοντά στον Σεφέρη, η αντιμετώπιση όμως των προβλημάτων της καθημερινότητας, υπεύθυνη και απαιτητική και πάντα από τη σκοπιά του απλού και βασανισμένου ή βασανιζόμενου ανθρώπου, του ηττημένου, του αναίτια και παρ’ ελπίδα συντριμμένου, με τα ισχυρά βιώματα και το ψύχραιμο, πλην όμως συναισθηματικά φορτισμένο βλέμμα, τον απομακρύνει αρκετά από τον ποιητή του «Τελευταίου Σταθμού», γιατί ο Γιώργης Παυλόπουλος δεν παραδίδει παντού και πάντα τα όπλα, μάχεται καρτερικά όλες τις αντιξοότητες και ελπίζει κάπως στο μακρινό μέλλον. Ζώντας μακριά από το κέντρο, έρχεται πιο κοντά στη φύση, την οποία αντιμετωπίζει σαν μια προέκταση των αντιθέσεων και των αντιφάσεων της κοινωνίας και όχι σαν ένα απάνεμο λιμάνι διαφυγής από τα προβλήματα που τον τυραννούν και απομόνωσης απ’ τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. Το φυσικό περιβάλλον, όπως και το κοινωνικό άλλωστε, είναι ο στίβος των αγώνων της ζωής, που ο καθένας μετέρχεται μόνος του. Αυτή η μοναξιά, όμως είναι έντονα κοινωνική, γιατί το δρων πρόσωπο,, θύμα και θύτης ταυτόχρονα, δράστης ενεργός αλλά και παρατηρητής αθέατος των πραγμάτων και των πράξεων, σέρνει τα βήματά του με περίσκεψη και αιδώ, αναμένοντας συνάμα το καλύτερο για τον εαυτό του αλλά και για το σύνολο. Η ενασχόληση του Γιώργη Παυλόπουλου και με τη ζωγραφική, ερασιτεχνικά μεν τα καλοκαίρια στον Αγιαντρέα, στο Κατάκολο, πλην όμως με σημαντικά αποτελέσματα, θέλω να το πιστεύω αυτό, του δίνει και άλλες διεξόδους και δυνατότητες για εκφραστική ολοκλήρωση, που λείπουν παντελώς από άλλους ποιητές της γενιάς του. Αυτή η ενασχόληση, ίσως, του έχει διαμορφώσει και τη ματιά, με την οποία βλέπει το γύρω του κόσμο: ματιά ζωγράφου, που βλέπει την εικόνα και ολόκληρη και στις λεπτομέρειές της ταυτόχρονα, ως σύνολο δηλαδή και ως μέρος με ενιαίο τρόπο, δίνοντάς μια εκπληκτική ζωντάνια, ενάργεια, και παραστατικότητα στην ποίησή του, επηρεασμένος επί πλέον και από τη νεανική μαθητεία του σε εικονιστές ποιητές, όπως ο ΄Έλιοτ, αλλά κυρίως ο Έζρα Πάουντ, ποιήματα του οποίου είχε μεταφράσει παλαιότερα. Απ’ την άλλη μεριά, οι εμπειρίες και τα βιώματά του σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, εμπειρίες και βιώματα μιας τραγικής όσο και διχασμένης γενιάς, που κονταροχτυπήθηκε με ανεμόμυλους και με υπέρτερες, πανίσχυρες δυνάμεις, άλλοτε πραγματικές κι άλλοτε φανταστικές, που πάλεψε με πίστη στη βεβαιότητα της νίκης αλλά βρήκε την ήττα και τη στάχτη, είναι τόσο ισχυρά και ακαταμάχητα ώστε να είναι δύσκολο να χωνευτούν με την πρώτη και να μετασχηματιστούν αμέσως και μηχανικά σε ατέλειωτες σειρές ομοιόμορφων παρασκευασμάτων, γι’ αυτό και ο αγώνας για την πλήρη υποταγή του υλικού και την τελική μετατροπή του σε τέχνη πραγματική είναι τραχύς, σκληρός και επίπονος. Από εδώ, ίσως, πηγάζει και η τάση του ποιητή για αδιαφιλονίκητη τελειότητα σαν μια φυσιολογική, πλην όμως αναγκαία και βασανιστική εξέλιξη. Ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ο ποιητής, που παλεύει σώμα με σώμα με το υλικό του για να το τιθασεύσει, να το υποτάξει παραδειγματικά στις επιταγές της ποίησης και γι’ αυτό εμφανίζεται πάντα διστακτικός στη γρήγορη και ανεξέλεγκτη δημοσίευση των έργων του. Πρέπει να πειστεί πρώτα ο ίδιος, ότι δεν χωράει άλλη επεξεργασία δηλαδή, ώστε να δώσει ένα ποίημά του στη δημοσιότητα και αυτό το γεγονός, όπως είναι φυσικό άλλωστε, τον έχει προφυλάξει πολλές φορές ως τώρα από αποτυχημένες δημοσιεύσεις, που λίγο πολύ όλους τους ποιητές τους περιμένουν αθέατες στη γωνία του δρόμου για να τους εκθέσουν ανεπανόρθωτα και αυτό το γεγονός είναι που, ταυτόχρονα με την προφύλαξη καθυστέρησε κάπως την αναγνώρισή του σε αντίθεση με πολλούς ομότεχνους της γενιάς του. Πιστεύω ότι αν δεν τον πίεζαν κατά καιρούς άνθρωποι του διαμετρήματος του Σεφέρη ή του Σινόπουλου ή και νεώτεροι, που ήθελε να τους βοηθήσει στο εκδοτικό τους έργο, θα είχε αργήσει πολύ να δώσει συγκεντρωμένα δείγματα της δουλειάς του, περισσότερο από όσο άργησε πραγματικά. Δ. Κάποια βιογραφικά αλλά και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας, στα 1924, όπου και διαμένει αδιάλειπτα από το 1951 μέχρι και σήμερα. Γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, αφού βιοτικές ανάγκες αλλά και το αντικείμενο των σπουδών του, που φαίνεται ότι δεν του κέντριζε το ενδιαφέρον, τον κράτησαν από τότε στη γενέθλια πόλη, την οποία δεν αποχωρίστηκε ποτέ παρά για λίγες μόνον ημέρες, όταν το επέβαλαν οι ανάγκες. Η ζωή του στην επαρχία, ευτυχώς, δεν τον απόκοψε ποτέ από το πολιτισμικό κέντρο της χώρας, την πρωτεύουσα δηλαδή, ούτε ο επαρχιακός τρόπος ζωής αλλά και το αντίστοιχο πνεύμα έγιναν δομικά , έστω και επουσιώδη, στοιχεία της ποίησής του. Η ποιητική του καλλιέργεια και καλλιτεχνική του ευαισθησία του έδωσαν τη δύναμη να ξεπεράσει εξ αρχής τον εύκολο τρόπο γραφής, εν πολλοίς άτεχνο, και την πληκτική θεματογραφία, που χαρακτηρίζει τους ποιητές αυτού του τύπου που παράγει σε μεγάλες ποσότητες η επαρχία. ΄Ετσι, δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να ωραιοποιήσει αυτό τον τρόπο ζωής. Αυτό το αφήνει σε άλλους, από το έργο των οποίων δεν πρόκειται να διασωθεί ούτε ένας στίχος στο μέλλον, αφού η ποίησή τους, θνησιγενής ήδη στο παρόν, στερείται πλήρως την αλήθεια της ποίησης. Βέβαια, στο βάθος της ποίησής του θα βρούμε και την επαρχία, στα φυσικά της όρια όμως, όχι ως κυρίαρχο και απατηλά ωραιοποιημένο θέμα ή θέαμα αλλά ενταγμένη απόλυτα στο ευρύτερο σύνολο και ο γενέθλιος τόπος, χωρίς να κατονομάζεται ποτέ, περνάει ως μέρος του ευρύτερου χώρου, μέσα στον οποίο σέρνουμε καθημερινά όλοι τα βήματά μας, γι’ αυτό κι απ’ το έργο του Γιώργη Παυλόπουλου λείπει παντελώς η λογοτεχνική προσποίηση και η αισθητική εκζήτηση, που χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν των επαρχιωτών ποιητών και πεζογράφων. Αυτός ο μόνιμος κάτοικος και δημότης του Πύργου, λοιπόν, κλεισμένος, αλλά όχι αποκλεισμένος, μέσα σ’ ένα μικρό γραφείο των ΚΤΕΛ του νομού μέχρι και την ημέρα της συνταξιοδότησής του τις περισσότερες ώρες της ημέρας, είναι ποιητής που εκφράζει πανανθρώπινα μηνύματα με την ποίησή του, με παγκοσμιότητα στη σκέψη και την έκφραση και με το μέγιστο δυνατόν βάθος του συναισθήματος. Γι’ αυτό και η πανελλήνια αλλά και η παγκόσμια αναγνώριση δεν άργησε να φανεί, παρά το γεγονός ότι άργησε πολύ να εκδώσει συγκεντρωμένο σε συλλογή το έργο του. Βέβαια, η στιβαρότητα του ποιητικού του λόγου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει για πολύ καιρό αδιάφορο τον κόσμο εκείνο που ενδιαφέρεται με πάθος για το μέλλον της ποίησης.. Εδώ, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η αρχή σχεδόν της ποιητικής του σταδιοδρομίας υπήρξε πρωτοποριακή. Ο Γιώργης Παυλόπουλος ως ποιητής ήταν πάντα μέσα στα πράγματα, ενήμερος πάντα των σύγχρονών του εξελίξεων. Μαζί με τον Τάκη Σινόπουλο ασκείτο στη συγγραφή κοινών ποιημάτων. Κάποια απ’ αυτά τα δημοσίευσε ο Σινόπουλος ως κοινά έργα, το εγχείρημα όμως δεν είχε συνέχεια, ίσως και γιατί οι δύο ποιητές δεν ζουν στον ίδιο τόπο μετά το 1951. Ο ποιητής, μαζί με μερικούς άλλους φερέλπιδες νέους του Πύργου, δημιούργησε στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής τον «Πυργιώτικο Παρνασσό», σωματείο σημαντικό στα χρόνια εκείνα, που έθεσε τις βάσεις για ένα πνευματικό, πολιτισμικό και καλλιτεχνικό ξεκίνημα των κατοίκων της Ηλειακής πρωτεύουσας, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί έλειψε η συνέχεια, αφού οι συνθήκες που δημιούργησε ο εμφύλιος στην πόλη καθώς και οι μετέπειτα μετεμφυλιακές του επιβιώσεις ανέκοψαν σχεδόν παντού τις τέτοιου είδους εξελίξεις, εξαναγκάζοντας τους φιλοπρόοδους πολίτες σε αναγκαστική εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση. Ο ποιητής, βέβαια, καθώς και η ποίησή του, επέζησαν σε πείσμα των καιρών και των ανθρώπων που επικράτησαν τελικά. Στην ομάδα αυτή ανήκει δικαιωματικά και ο πρόωρα χαμένος πεζογράφος Νίκος Καχτίτσης, παρά το γεγονός ότι δεν ζούσε στον Πύργο κι ούτε είχε κάποια ανάμειξη στα γεγονότα. ΄Ήταν όμως του ιδίου κλίματος και ο Γιώργης Παυλόπουλος συνδέθηκε πολύ στενά μαζί του, η δε επικοινωνία τους, μέχρι και τον αδόκητο θάνατό του, ήταν στενή και δημιουργική. Ο Καχτίτσης, φυσικά, δεν ανήκει στον στενό κύκλο των ποιητών και των πεζογράφων του «Πυργιώτικου Παρνασσού», αφού δεν ζούσε στον Πύργο στα χρόνια της λειτουργίας του σωματείου. Γεννήθηκε στη Γαστούνη και έζησε στην Πάτρα, το Καμερούν και τον Καναδά, όμως βρίσκεται πάντα σε συνεχή επικοινωνία με μέλη της ομάδας και, ιδιαίτερα, με το Γιώργη Παυλόπουλο και τον Τάκη Σινόπουλο, τους οποίους και αναγορεύει κατά καιρούς και σε ήρωες των έργων του ή των λογοτεχνικών παιχνιδιών, που σχεδίαζε, όπως οι ατέλειωτες πολιορκίες της φανταστικής Γάνδης του. Ο Γιώργης του «Ενυπνίου» δεν είναι άλλος από τον ποιητή, σύμφωνα και με μια ιδιόχειρη αφιέρωση ενός αντιτύπου του έργου στο Γιώργη Παυλόπουλο. Κατά μία προφορική μαρτυρία του ποιητή, μη καταγεγραμμένη, το όνειρο, που περιγράφει ο Καχτίτσης λεπτομερώς, του το αφηγήθηκε ο ίδιος και ο πεζογράφος του έδωσε τη δική του λογοτεχνική μορφή με τα φτερά της δικής του τέχνης και ευαισθησίας. Η αναγνώριση της αξίας του Γιώργη Παυλόπουλου ως ποιητή, πολύ ενωρίς ήδη από τον Γιώργο Σεφέρη, είναι ενδεικτική και της ποιότητας του έργου του αλλά και της ποιητικής του αφετηρίας ταυτόχρονα. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν υποστήριζε κανείς με κάποια σχετική βεβαιότητα, ότι ο Γιώργης Παυλόπουλος, στο «Κατώγι» τουλάχιστον, είναι ο συνεχιστής του δρόμου που άνοιξε στην ποίηση ο Σεφέρης, μέσα όμως από το καθαρτήριο των δικών του βιωμάτων, επεξεργασιών, επιδράσεων, εμπειριών και τεχνικής. Από «Το Σακί», βέβαια, και μετά οι δρόμοι τους αρχίζουν να χωρίζουν σιγά – σιγά. Φυσικά, ο καθένας από τους δύο ποιητές έχει τη δική του προσωπικότητα και τη δική του συνεισφορά στο ποιητικό γίγνεσθαι της εποχής του. ΄Ετσι, εκείνο που κυρίως θέλω να τονίσω είναι το γεγονός ότι υπάρχουν κάποια σημεία επαφής αλλά η αντιμετώπιση των πραγμάτων και των εξελίξεων των γεγονότων ή, ακόμα, και η αφετηρία της σκέψης τους, ιδιαίτερα μετά «Το Σακί», είναι διαφορετική. Κάποτε θα έπρεπε να γίνει μια συγκριτική μελέτη του έργου των δύο ποιητών, όπως και του Σινόπουλου, κυρίως για να μην αδικηθεί ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο οποίος, λιγότερο εντυπωσιακός, ίσως, απ’ τον μεμψίμοιρο Σεφέρη, περισσότερο, όμως, περιεκτικός στη σύλληψη του νοήματος, περισσότερο δυναμικός στην έκφραση της σκέψης του και, ιδιαίτερα, αποκαλυπτικός στην αντιμετώπιση του καθημερινού βιώματος, θα συνεχίσει στο δρόμο, που βαδίζει μεταπολεμικά η ποίησή μας, κρατώντας μια εκπληκτική ισορροπία ακροβάτη ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, με τους πιο γνήσιους ελεγειακούς και λυρικούς τόνους αρχικά, με τους πιο ζωηρούς αφηγηματικούς τρόπους στη συνέχεια, με την πιο έντονη βίωση του συναισθήματος και δη του ερωτικού στο τέλος με την παράλληλη χρησιμοποίηση αφηγηματικών τρόπων του παραμυθιού. Η έκδοση, στα 1971, της πρώτης του ποιητικής συλλογής τολμώ να πω ότι τον ενέταξε αμέσως στη χορεία των ποιητών της γενιάς του, της πολύπαθης Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς και ο ποιητής μπήκε «σαν έτοιμος από καιρό» και ώριμος στον κόσμο της Λογοτεχνίας. ΄Άλλωστε, όπως μας πληροφορεί ο Γ.Π.Σαββίδης, ήταν ήδη γνωστός στον, και, κατά κάποιο τρόπο, αναγνωρισμένος από τον δύσκολο σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις για νεώτερους Γιώργο Σεφέρη. Αντιγράφω τα λόγια του ώριμου ποιητή, όπως τα μετέφερε τότε ο Σαββίδης από τα ημερολόγια του, γιατί είναι ενδεικτικά και, θα έλεγα, καθοριστικά της αρχικής αντιμετώπισης του Γιώργη Παυλόπουλου από την Ελληνική αλλά και την ξενόγλωσση κριτική. Γράφει, λοιπόν, ο Σεφέρης: «Μ’ ενδιαφέρει η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, γιατί είναι αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας «ψιμύθια» εννοώ: χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτε στο βάθος – και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους. Σε τι προχωρεί, μ’ αυτόν, η Ποίηση; Δεν ξέρω, άλλοι θα το πουν. Αλλά στα χρόνια που ζούμε, το να κρατά κανείς την τέχνη σε μια ορισμένη στάθμη, είναι πρόοδος». Με τη δημοσίευση αυτή του Σαββίδη αρχίζει ουσιαστικά η μονιμότερη σύνδεση του Γιώργη Παυλόπουλου με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Τρεις μέρες αργότερα και στο ίδιο έντυπο σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας στην κριτική του για «Το Κατώγι»: «Τελική πυξίδα του υπήρξε το «παράδειγμα» του Σεφέρη. Μπορεί και αρχική, αν κρίνει κανείς από μια προσωπική εξομολόγηση. Μια κηδεμονία που καθόρισε τη γραμμή πλεύσής του. Δεν πρόκειται για όσα «πορθμεία» ο νέος ποιητής του είναι χρεώστης. Δηλ. για το γεγονός ότι «Το Απομνημόνευμά» του σχηματοποιήθηκε, όπως περίπου το «Μυθιστόρημα». Ούτε για παράλληλες διατυπώσεις {…}, ούτε για τ’ αντίστοιχα Σεφερίζοντα σύμβολα, όπως «ο γέροντας μ’ ένα κουπί στον ώμο», «οι γυναίκες κάτω απ’ τις στεφανοθήκες», «οι φωνές που σβήνουν ολοένα και δυναμώνουν», «δώσαμε τα’ όνομά σου στο καράβι μας», «ο ύπνος σε ταξιδεύει στα νησιά μας», «οι παράξενες αφορμές της αγάπης» και άλλα παρόμοια. Ούτε καν για τη διδαχή των νεκρών, για το πάθος, ας πούμε, του μη με λησμόνει τους ή για το «μαράζι της αδικίας». Και συνεχίζει ακάθεκτος ο κριτικός για να ολοκληρώσει τις παρατηρήσεις του: «Πρόκειται για τη δημιουργική συνάντησή τους που δεν δεσμεύει αλλά υποχρεώνει. Ο Σεφέρης τον δίδαξε, απαντώντας και σε μια ενδιάθετη ροπή του, το αίτημα για ένα είδος «κλιματισμού» του προσώπου του και της Ιστορίας, του σύγχρονου και του μυθικού, των ζωντανών και των νεκρών. Και ειδικά ένα σύστημα λειτουργιών και την πείρα του της ποιητικής δημιουργίας. Τον δίδαξε τις «σταθερές» της ευαισθησίας». Για να καταλήξει στη συνέχεια: «Δείχνοντας συνάμα πως ξέρει να κινηθεί και πέρα από τα –Σεφερικά- μάρμαρα, δηλ. με τη δική του σύγχρονη θλίψη». Με την τελευταία αυτή παρατήρηση του Γιάννη Δάλλα αποσυνδέεται κάπως η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου από εκείνην του Γιώργου Σεφέρη και αποδίδονται «τα του Καίσαρος τω καίσαρι και τα του θεού τω θεώ». Η αποσύνδεση αυτή επιβεβαιώνεται και με την κατοπινή εξέλιξη του ποιητή, αφού, από συλλογή σε συλλογή, η επίδραση του Σεφέρη, όντας πάντα δημιουργική, συνεχώς μειώνεται, για να καταλήξει στο τέλος σε έναν μακρινό και μη αναγνωρίσιμο πάντα απόηχο. Ε. Το Κατώγι Μελετώντας κανείς «Το Κατώγι» κάποια στιγμή θα αναρωτηθεί για τη σχέση του ποιητή με τους αρχαίους λυρικούς ποιητές αλλά και με άλλους συγγραφείς της Ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, πέραν των σχέσεών του με νεώτερους , ΄Έλληνες ή ξένους. Αυτό, βέβαια, είναι φυσικό για έναν ποιητή που προσέχει τόσο πολύ τη μορφή των έργων του και έχει εντρυφήσει για καιρό σ’ αυτούς. Η θεματογραφία του αλλά, κυρίως, ο τόνος της φωνής του τον φέρνουν πολύ κοντά σ’ αυτούς και, ιδιαίτερα, στον αρχηγέτη αυτής της ποίησης, τον Αρχίλοχο τον Πάριο, του οποίου η ζωή και το έργο κινήθηκαν πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ο θάνατος, ως γνωστόν, τον βρήκε σ’ άδοξο πεδίο μάχης, όπου πολεμούσε για ένα κομμάτι ψωμί ως μισθοφόρος και τον πήρε, η λαχτάρα του όμως για τη ζωή μετασχηματίστηκε σε ποίηση και μήνυμα διαιώνιο, μέσα από τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, που αγγίζει καίρια εκείνους που ο θάνατος τους έγινε βίωμα καθημερινό, όχι τόσο στα πεδία του πολέμου όσο της καθημερινότητας και της βιοπάλης, ένα στην πραγματικότητα με τη ζωή και τη λαχτάρα της, ενώ ταυτόχρονα η ποίηση έγινε το όπλο με το οποίο κατακεραύνωνε καθημερινά τους μισητούς εχθρούς του. Τέτοια, τηρουμένων των αναλογιών, είναι και η εποχή στην οποία ανδρώθηκε και ο Γιώργης Παυλόπουλος: μια εποχή σκληρή, δύσκολη στην επιβίωση, μέσα στα πλέγματα του διχασμού και του εμφύλιου σπαραγμού. Μια σύντομη ματιά στο ιστορικό περίγραμμα θα μας το δείξει. Θεματολογικά «Το Κατώγι», για λόγους καθαρά μεθοδολογικούς και μόνο, μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλες ενότητες: η πρώτη περιλαμβάνει ποιήματα που έχουν ως κύριο σημείο αναφοράς τους τον θάνατο και η δεύτερη τον έρωτα. Οι ενότητες αυτές όμως δεν είναι πάντα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, απόλυτα διακριτές. Ο θάνατος στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου δεν είναι εκείνος που έρχεται καβάλα στ’ άλογό του και πάνοπλος, σε στιγμές σπάνιου ηρωισμού και εξαίσιου μεγαλείου, στο πεδίο της μάχης δηλαδή, αλλά ο απλός, ο καθημερινός, η συνεχής και αμείλικτη καθημερινή φθορά, η κοινή μ’ άλλα λόγια ανθρώπινη μοίρα, που βαραίνει εφιαλτικά πάνω σ’ όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπινους οργανισμούς και κατευθύνει πάντα και παντού τις πράξεις και τις σκέψεις τους μέσα σ’ έναν διαρκή και ακαταμάχητο φόβο. Είναι, με απλά λόγια, η φθορά και ο θάνατος του κάθε ανθρώπου που τον ζει καθημερινά μέσα στις αντίξοες, αντιφατικές και οδυνηρές συνθήκες μέσα σ’ ένα περιβάλλον εν πολλοίς εχθρικό. Ο έρωτας, απ’ την άλλη, είναι η μυστηριακή και συνάμα ηδονιστική εκείνη δύναμη που ανανεώνει συνεχώς και διαιωνίζει τη ζωή και αντιστέκεται πεισματικά στην αναπόδραστη φθορά της καθημερινότητας, στον θάνατο, που ακυρώνει συνεχώς την κυκλική πορεία της ατομικότητας, δημιουργώντας εν τέλει την ευθύγραμμη πορεία του σύντομου ανθρώπινου βίου. Φυσικά, αυτός ο θεματολογικός διαχωρισμός δεν είναι πάντα απόλυτος ούτε στο σύνολο των ποιημάτων της συλλογής ούτε και στα επί μέρους ποιήματα κι αυτό γιατί η ποίηση, και δη η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, δεν είναι μονοσήμαντη ή μονοδιάστατη αλλά πολυσήμαντη και πολυδιάστατη. Εκεί που ο ποιητής φαίνεται ότι μιλάει για τον θάνατο εμφανίζεται αστραπιαία ο έρωτας κι εκεί που ο έρωτας ασκεί με επιτυχία τις ζωογόνες του δυνάμεις, εμφανίζεται εφιαλτικά και απρόσμενα ο θάνατος ως γεγονός, ως μνήμη ή ως αναπόληση. Βρίσκονται πάντα δηλαδή οι δυο κυριαρχικές δυνάμεις του ανθρώπινου βίου σε μια διαρκή διαπλοκή ή αντιπαλότητα και τροφοδοτούν με υλικό τη φαντασία του ποιητή που, ώρες ώρες, φαίνεται ότι καλπάζει ανεξέλεγκτα, στην πραγματικότητα, όμως, βρίσκεται πάντα υπό τον διακριτικό έλεγχο της μνήμης, του λόγου και της ιστορίας. Η φαντασία του Γιώργη Παυλόπουλου στην πρώτη του ποιητική συλλογή και εν πολλοίς στη δεύτερη ταυτίζεται κυρίως με τη μνήμη. Προτίμησα τον θεματολογικό διαχωρισμό των ποιημάτων αυτής της συλλογής σε δύο ενότητες και όχι σε τρεις, όπως προτείνει ο φιλόλογος Ανδρέας Κουμπαρούλης, ένας από τους πρώτους μελετητές του έργου του Γιώργη Παυλόπουλου, γιατί αυτά τα οποία χαρακτηρίζει αυτός ο μελετητής ως υπαρξιακά ή πολιτικά δεν τα είδα να διαφοροποιούνται ουσιαστικά από τα υπόλοιπα, αφού όλα τα ποιήματα της συλλογής περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, υπαρξιακά βιώματα ή ερωτήματα που συνήθως δεν παίρνουν απάντηση, αναφορές σε διαβάσματα και πολιτικές, ιδεολογικές, ψυχολογικές ή κοινωνικές προεκτάσεις και, παράλληλα, αυτή η διαπάλη έρωτα και θανάτου, που ανέφερα πιο πάνω, δεν λείπει από κανένα απ’ αυτά τα ποιήματα, βρίσκεται παντού, εμφανής ή κρυμμένη, και αποτελεί έντονο και σημαντικό ατομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό ή υπαρξιακό βίωμα. Βέβαια, κι αυτός ο χωρισμός σε δύο ενότητες δεν παύει να είναι από τη φύση του προβληματικός και συζητήσιμος, αφού τα όριά τους, άλλωστε, δεν είναι απόλυτα σαφή και διακριτά, όπως δεν είναι και στη ζωή. ΄Ετσι, ως ερωτικά μπορούν να θεωρηθούν, όπως παρατηρεί και ο Κουμπαρούλης, τα ποιήματα: «Στης Κίρκης», «Αλφειός», «Τα Πουλιά», «Απόσταγμα», «Αράχνες». Ο χαρακτηρισμός γίνεται αποδεκτός μόνο υπό την έννοια ότι υπερτερεί σ’ αυτά το ερωτικό στοιχείο, το οποίο, βέβαια, δεν παύει να βρίσκεται, σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό, φανερά ή κρυφά, και στα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, όπως άλλωστε δεν λείπει κι απ’ αυτά ολότελα η αίσθηση, η βίωση ή η διακριτική παρουσία του θανάτου. Από τα ποιήματα που εντάσσει ο Κουμπαρούλης στην Τρίτη ενότητα {υπαρξιακά, πολιτικά δηλαδή}, το «Ερημονήσι» Και το «΄Ένα ποτήρι νερό» έχουν και τα δυο στοιχεία μέσα τους σε αγαστή ισορροπία, ενώ στη «Σύναξη» κυριαρχεί το στοιχείο του θανάτου, το οποίο αποκτά συνάμα και προεκτάσεις πολιτικές. ΄Όλα τα υπόλοιπα, συνεπώς, ανήκουν στην ενότητα όπου κυριαρχεί ο θάνατος. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι, όπου ο θάνατος καραδοκεί, εκεί βιώνεται πιο έντονα η Ιστορία, ως ατομικό και συλλογικό βίωμα ταυτόχρονα, ως καθημερινότητα αλλά και ως ξεχωριστό γεγονός για τον καθένα, ενώ, όπου κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο, ο μύθος αποκτά τα χαρακτηριστικά του ιστορικού γεγονότος και δρα καταλυτικά και αυτόνομα, καθορίζοντας ως ένα σημείο την εξέλιξη των πραγμάτων και την ανθρώπινη μοίρα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο θάνατος εν τέλει στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου εντάσσεται περισσότερο σ’ ένα γενικό, συλλογικό πλαίσιο, σε αντίθεση με τον έρωτα, που είναι σχεδόν πάντα υπόθεση ατομική, γι’ αυτό, ίσως, και η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου είναι τόσο γενικευμένη, ενώ στις πιο πρόσφατες ποιητικές συλλογές του το πρώτο πληθυντικό αντικαθίσταται από το πρώτο ή δεύτερο ενικό. Ο ελεγειακός τόνος και η συναισθηματική φόρτιση των στίχων αυτών των ποιημάτων κρίνονται, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πρώιμη ποίησή του λόγω, κυρίως, της θεματολογίας ή των ψυχικών καταστάσεων, που θέλει να εκφράσει αλλά και εξ αιτίας της διάθεσης του ποιητή να ξεμπερδέψει με αυτά τα πράγματα αλλά και με τις πρώιμες επιδράσεις του και να προχωρήσει σε άλλα πεδία έκφρασης. Η διπλή παρουσία του έρωτα και του θανάτου και η πάλη τους στα μαρμαρένια αλώνια της ποίησης αλλά και της ανθρώπινης ύπαρξης συνάμα δημιουργεί στον ποιητή μια μετρημένη σκεπτικιστική και έντονα μελαγχολική ενατένιση των ανθρώπινων πράξεων και μια ανάλογη στάση ζωής, που ξεκινάει από τα βάθη του ψυχικού του κόσμου, από τη στοχαστική και ψύχραιμη μελέτη του περίγυρου και της ανθρώπινης μοίρας, απ’ την πικρή αναπόληση σκληρών στιγμών της Ιστορίας, παλαιάς και σύγχρονής του, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, από την επαναφορά, τέλος, στην επιφάνεια της συνείδησης ισχυρών και ταυτόχρονα τραγικών ή δραματικών βιωμάτων του ανθρώπου εκείνου, που ξεκινάει τη ζωή του με ελπίδα και οδεύει με συγκρατημένη αισιοδοξία στη βέβαιη, λόγω υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών, ήττα του. ΄Ετσι, η επίγνωση του γεγονότος της ήττας που έρχεται είναι απόλυτη, γι’ αυτό και η ψυχή συντρίβεται και σπαράζει μπροστά στο άλυτο μυστήριο, που ορίζει την ύπαρξη και καθορίζει με ακρίβεια αλλά και ανεξέλεγκτα τα όριά της. Παρά ταύτα, όμως, αγωνίζεται μάταια δίνοντας μια τραγικότητα στην ύπαρξή της κι ένα λόγο ύπαρξης στην ποίηση. ΄Όλ’ αυτά δεν σημαίνουν, φυσικά, ότι ο ποιητής είναι μονοδιάστατα απαισιόδοξος ή πάλι μονοδιάστατα αισιόδοξος. Τέτοιες μονομερείς αξιολογήσεις δεν ισχύουν για την πραγματική ποίηση και, βέβαια για την ποίηση που σχολιάζουμε μ’ αυτό εδώ το κείμενο. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, ως ποιητής, βρίσκεται στη μέση ακριβώς της διαπάλης του έρωτα με τον θάνατο, του θανάτου δηλαδή με τη ζωή, δέχεται τα χτυπήματα και των δύο μονομάχων και καταγράφει με πικρή, στοχαστική ραθυμία την προσωπική του αντίδραση, τον πόνο και το δάκρυ το δικό του αλλά και του ανθρώπου γενικότερα, παρακολουθεί με συγκίνηση το μεγάλο δράμα της ζωής που εκτυλίσσεται μπρος στα μάτια του υπό την συνεχή επιτήρηση του αόρατου σκηνοθέτη, που το σκηνοθετεί πάντα με τους ίδιους ηθοποιούς και με τα ίδια σκηνικά, χαρτογραφεί τον ψυχικό μας κόσμο και τα όριά του, σηκώνει το βάρος της ύπαρξης με αξιοπρέπεια αλλά και με στωική, πλην όμως ηρωική, εγκαρτέρηση, σαν προσεκτικός και υπεύθυνος παρατηρητής με τον αναγκαίο πλούτο και την απαραίτητη βαρύτητα της συγκίνησης που καθορίζει ως σήμερα τη βαρύνουσα παρουσία του στο σύγχρονο ποιητικό γίγνεσθαι. H λέξη, η βασική αυτή γλωσσική μονάδα και, ιδιαίτερα, το ουσιαστικό έχει ξεχωριστή βαρύτητα στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, πάντα όμως στενά ενταγμένα σε ευρύτερα γλωσσικά σύνολα. Ο Γιάννης Δάλλας γράφει χαρακτηριστικά: «… ο Παυλόπουλος δεν λειτουργεί με μονάδες λέξεων ή εικόνων, λειτουργεί με ολοκληρώματα. ΄Όλες οι λέξεις, εικόνες, εντυπώσεις είναι ισόβαθμες στην ποίησή του. Κανείς στίχος δεν παριστάνει τη φωτιστική εστία, όπως λ.χ. στον Καβάφη». Και κανένας στίχος, θα συμπλήρωνα εγώ, δεν ολοκληρώνεται πριν από την ολοκλήρωση του ίδιου του ποιήματος. Βέβαια, η λέξη, ως αυθύπαρκτη γλωσσική μονάδα, είναι πάντα φορτισμένη από αίσθημα και νόημα γι’ αυτό και μπορεί και διατηρεί, ίσως, και κάποια μορφή αυτοδυναμίας. Συνεπώς, μπορούμε ενίοτε να δούμε και στίχους που να αποτελούν μια ολοκληρωμένη ενότητα από αισθητική και εννοιολογική άποψη. Οι εντυπώσεις, οι εικόνες, τα νοήματα έχουν πάντα στο κέντρο τους μια λέξη. Δεν γίνεται διαφορετικά, κάπου θα πέσει λίγο μεγαλύτερο το βάρος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αλλάζουν οι συσχετισμοί. Το ίδιο συμβαίνει και με τους στίχους. Είναι όλοι τους, λοιπόν, ισοδύναμοι, με την ίδια βαρύνουσα λειτουργικότητα στο σύνολο του ποιήματος, χωρίς να πέφτει το βάρος σε έναν μονάχα, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ζωή ενεργεί ισοδύναμα μπροστά στις μεγάλες στιγμές, στις οποίες διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη, το ποίημα τελειώνει, συνεπώς, με την τελευταία του λέξη, και η τελευταία λέξη στη ζωή ενός ανθρώπου είναι ο θάνατος. Βέβαια, έχουμε την περίπτωση του ποιήματος «Η θάλασσα», στη δεύτερη ποιητική συλλογή του, όπου ένας στίχος επαναλαμβανόμενος ισοδυναμεί τελικά με μια ολόκληρη στροφική ενότητα. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο που θα το δούμε μόνο του στη συνέχεια. O χρόνος στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου δεν είναι ποτέ καθορισμένος με ακρίβεια επιστημονική {πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε ;} αλλά αποτελεί από μόνος του μια αδιάσπαστη ενότητα δίχως τους συνηθισμένους ανθρώπινους χαρακτηρισμούς ή, καλύτερα, περιορισμούς, αφού και ο θάνατος και ο έρωτας αποτελούν σταθερές και αναλλοίωτες κινήσεις καθημερινής φύσεως της ζωής μέσα στους αιώνες. Μπορεί να αλλάζουν κάποια στοιχεία της ανθρώπινης έκφρασης, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην τέχνη, αλλά όχι και η πράξη. ΄Ετσι, ο αναχρονισμός είναι και θεμιτός και αναγκαίος για τον ποιητή, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δειχθεί ποιητικά η πέρα από τον χρόνο και τον τόπο αλήθεια, η ποιητική αλήθεια δηλαδή, την οποία με επιτυχία εκφράζει ο ποιητής. Το ίδιο, συνεπώς, συμβαίνει και με τον τόπο. Μπορεί το σκηνικό ή το τοπίο να δείχνει γνωστό ή, έστω, αναγνωρίσιμο από κάποια ιστορικά ή γεωγραφικά του χαρακτηριστικά, από κάποιες διάχυτες και μη κρυπτόμενες αναφορές, μπορεί να φαίνεται ότι είναι τελικά η γενέθλια πόλη, η γενέθλια χώρα, κάποιο Ελληνικό τοπίο εν γένει ρημαγμένο από τον πόλεμο, εμφύλιο ή παγκόσμιο, μ’ ένα ανθάκι που προσπαθεί επιτυχώς να επιβιώσει, όμως αυτό ακριβώς το τοπίο είναι που ξεφεύγει ταυτόχρονα από τα στενά τοπικά του όρια και μετασχηματίζεται σε παγκόσμιο, όπως ακριβώς παγκόσμιοι τείνουν να γίνουν οι πόλεμοι από τον 20ο αιώνα και μετά, γι’ αυτό και η ζωή παίζεται πια σε παγκόσμια κέντρα αποφάσεων, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται μονομερώς, χωρίς να ερωτάται δηλαδή ο μικρός ή ο ανήμπορος, ακόμα κι όταν τον αφορούν άμεσα. ΄Ετσι, ο χώρος αλλά και ο χρόνος δεν είναι παρά η αφετηρία, όχι όμως και η κατάληξη, το τέλος του ποιήματος. Αυτός, πιστεύω, είναι και ο λόγος που πολλά ποιήματα φαίνονται σαν να είναι κομμένα στη μέση, σαν να κλείνουν απότομα τον κύκλο τους χωρίς να ολοκληρωθούν, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Η ελλειπτικότητα του λόγου είναι στοιχείο της ποιητικότητας σημαντικό, ενώ αφήνεται ταυτόχρονα ο θεατής, ο ακροατής ή ο αναγνώστης να ολοκληρώσει την εικόνα με τη δική του φαντασία και με τις δικές του εμπειρίες. Μια ποίηση εικονιστική, όπως η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, δεν μπορεί παρά να αποτελείται από μία αλληλουχία εικόνων, εικόνων ζωηρών, εναργών και παραστατικών, που διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική αφηγηματικότητα, θεατρική διάρθρωση, δραματική ένταση και, αργότερα, κινηματογραφική ταχύτητα. Εικόνες αυθυπόστατες και παράλληλα απόλυτα ενταγμένες σε ευρύτερα σύνολα, όπως και οι λέξεις, που εξαντλούνται κι αυτές στο τέλος του ποιήματος.. Ο λυρισμός υπερτερεί στο «Κατώγι». Τα πρόσωπα και οι προσωποποιημένες μορφές, που κινούνται σχεδόν πάντα με κινηματογραφική αίσθηση, αφαίρεση και τεχνική, δρουν πάντα σε σχέση με τις δυο μεγάλες και αντίρροπες δυνάμεις της ζωής που καθορίζουν δραστικά την ποιητική λειτουργία και σύλληψη των ποιημάτων της συλλογής αυτής. Η εικόνα, λοιπόν, και η λέξη, η μία ως έκφραση της άλλης, η προσωποποίηση και η μεταφορά είναι τα κυριώτερα αισθητικά όπλα του Γιώργη Παυλόπουλου. Στ. Σχόλιο για «Το Απομνημόνευμα» Ας σταθούμε για λίγο στο «Απομνημόνευμα», το πλέον εκτεταμένο από τα ποιήματα της συλλογής «Το Κατώγι», με τις δέκα αυτοτελείς ενότητές του, που από μόνο του θα μπορούσε να αποτελέσει μια μικρή ποιητική συλλογή. Το ποίημα το προλογίζει η φράση «… των αφανών», παρμένη από τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή, που βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο της Θουκυδίδειας «Ξυγγραφής». Το πόνημα του μεγάλου Αθηναίου Ιστορικού πραγματεύεται, ως γνωστόν, και εξιστορεί το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων ενός από τους πλέον καταστροφικούς εμφύλιου πολέμου, που κράτησε, με κάποια μικρά διαλείμματα, 27 ολόκληρα χρόνια, μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών και στρατιωτικών συνασπισμών Ελληνικών κρατών του 5ου αιώνα π.Χ., υπό την ηγεσία των ισχυρότερων πόλεων-κρατών, των Αθηναίων και των Σπαρτιατών δηλαδή, και ο οποίος στάθηκε αφορμή για τη διάλυση, ηθική, πολιτική, κοινωνική της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και οδήγησε σταδιακά στην ανατροπή του συστήματος της πόλης-κράτους, αλλά, το κυριότερο, στη μεγάλη ηθική, κοινωνική και πολιτική-στρατιωτική κρίση του 4ου προχριστιανικού αιώνα και στη σταδιακή εγκατάλειψη των πατροπαράδοτων αξιών ολόκληρου του Ελληνικού κόσμου της κλασσικής περιόδου της Ιστορίας του. Ο λόγος αυτός του Περικλή, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, εκφωνείται κατά τη διάρκεια της ταφής των πρώτων νεκρών αυτού ακριβώς του πολέμου αποτελώντας λειτουργικό στοιχείο της τελετής, που έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως Πελοποννησιακός και αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον Επιτάφιο Λόγο της ίδιας της Αθηναϊκής Δημοκρατίας από το πιο επίσημο τέκνο της και στη στιγμή της πιο μεγάλης δόξας της, που δεν έχει αρχίσει ακόμη να είναι ορατός ο επερχόμενος μαρασμός της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις τραγωδίες του Σοφοκλή, σύγχρονου του Θουκυδίδη και του Περικλή, ποιητή και πολιτικού της Αθήνας, που αρχίζουν τη δράση τους, όταν ο ήρωας βρίσκεται στο πιο σημαντικό σημείο της ζωής και της καριέρας του, όταν τίποτα δεν δείχνει την επερχόμενη πτώση του, που, βέβαια, αρχίζει ακριβώς τότε για να τον συντρίψει οριστικά στο τέλος, αφού την ύβρη και τη μεγέθυνσή της ακολουθεί πάντα η άτη, η αναπόφευκτη δηλαδή τιμωρία της. Η φράση, λοιπόν, «… των αφανών», των νεκρών δηλαδή του πολέμου, των οποίων δεν ανεβρέθηκαν τα κορμιά για να ταφούν επισήμως στο «Δημόσιον Σήμα», ή κατά τη σύγχρονη εκδοχή της λέξης, των αγνώστων, αυτών δηλαδή που δεν τους ξέρει κανείς, γιατί δεν είναι επιφανείς, μαζί με το γενικό προλόγισμα ολόκληρης της συλλογής με τον στίχο του Διονυσίου Σολωμού «επαράσταιναν τον ΄Άδη», μας δίνει συγχρόνως και τη γενική κατεύθυνση της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της γραφής της πρώτης του ποιητικής συλλογής και σε μικρότερο βαθμό της δεύτερης, όπου τα πράγματα συγκεκριμενοποιούνται περισσότερο και έχουμε τον πόλεμο και δη τον εμφύλιο και παράλληλα την κατοχή της χώρας από τα στρατεύματα μιας ξένης δύναμης, τον αγώνα και την αγωνία του καθημερινού ανθρώπου για την επιβίωση, μια εικόνα θανάτου, φθοράς και αποσύνθεσης μέσα σ΄ένα άξενο, ρημαγμένο, κατεστραμμένο τοπίο, πραγματικό αλλά και ψυχικό συνάμα. Ο πόλεμος έχει τελειώσει, λοιπόν, η ήττα και η συντριβή, η απογοήτευση και ο εξευτελισμός κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, ο φόβος, η φθορά και η κούραση, ψυχική και σωματική, κυριαρχούν παντού, οι νικημένοι στρατιώτες γυρνούν ταπεινωμένοι με τα πόδια στη γενέτειρά τους. Στη δίνη του έχει παρασύρει στην καταστροφή και τον θάνατο τη ζωή, τη φύση, τον ηρωισμό, τα όνειρα και τις ελπίδες των απλών ανθρώπων, που τα έχει κάνει στάχτη. Γι’ αυτό και ο ήλιος είναι «γεμάτος λαβωματιές», «το πέλαγο θρυμματισμένο», το φως, το λευκό, το χιόνι έχουν ντυθεί πια το ντύμα του θανάτου. Το φως στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου σκοτώνει με βιαιότητα, μοιράζει τον θάνατο απλόχερα δεξιά κι αριστερά, δεν είναι αυτό που δίνει τη ζωή, ο ζωοδότης ήλιος που λυτρώνει τον άνθρωπο από τις αντιφάσεις του και διαλύει τα σκότη που τον περιτριγυρίζουν, αλλά αυτό που παίρνει τη ζωή χωρίς δισταγμό ή λύπη, που τυφλώνει, που οδηγεί τον άνθρωπο στο σκοτάδι, που τρώει τελικά τα μάτια και καταστρέφει την όραση. Αν επεκτείνουμε αυτή την έρευνα και στα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής και, κυρίως, σ’ αυτά που ανήκουν κατά κύριο λόγο στην ενότητα του θανάτου, θα δούμε αμέσως να μας πλημμυρίζει η ίδια εντύπωση, η ίδια εικόνα δηλαδή: το φως ως εχθρός της ζωής. Ο ίσκιος δεν προσφέρει αφειδώλευτα τη δροσιά του, είναι παγερός, η σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης, ο ίσκιος του θανάτου. Η θάλασσα ταυτίζεται με τη μνήμη, τον τόπο δηλαδή όπου κρατιούνται ζωντανά, σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια, τα ονόματα των χαμένων συντρόφων μαζί με το περίγραμμα της μορφής τους, ενώ, παράλληλα, αποτελεί το σκηνικό, ένα από τα σκηνικά, όπου βασιλεύει κραταιός ο θάνατος. Και η θάλασσα και οι χιονοσκεπείς πλαγιές των βουνών και οι ρημαγμένες ή αρρωστιάρικες πεδιάδες δεν είναι τελικά τίποτ’ άλλο από αποτρόπαια και θλιβερά τοπία θανάτου. Το κλίμα, συνεπώς, είναι βαρύ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι χάθηκαν ήδη τα πάντα, η ελπίδα, έστω και σακατεμένη εξακολουθεί να εμφιλοχωρεί στις καρδιές των ανθρώπων και στους στίχους του ποιήματος, διότι «οι πέτρες άνθισαν κοντά στο φράχτη», οι γυναίκες κυοφορούν και πάλι τη νέα ζωή στη μήτρα τους και το ταπεινό λουλούδι δίνει τον τόνο της πίστης σ’ ένα μέλλον απροσδιόριστο ακόμη, πλην όμως καλύτερο και φιλικότερο, τα κόκαλα ανθίζουν –μικρή αλλά χαρακτηριστική αναφορά στη δεύτερη στροφή του «΄Ύμνου στην Ελευθερία» του Διονυσίου Σολωμού. Η μνήμη ζει πάντα κι από εκεί αντλεί τις δυνάμεις της η ζωή και ξαναρχίζει τον αιώνιο κύκλο της. Η μνήμη, δηλαδή είναι η πηγή της ζωής. Ζ.Τελευταίες παρατηρήσεις για την ποίηση των «αφανών» Η ίδια δυναμική παρέμβαση της μνήμης, προσωπικής, ατομικής ή συλλογικής δρα και στο ερωτικό πεδίο και ως ένα σημείο καθορίζει την τύχη του, όχι μόνο στο «Απομνημόνευμα» αλλά και στα ποιήματα της συλλογής, που ονομάστηκαν ερωτικά, με εικόνες και σύμβολα παρμένα από τον ΄Όμηρο, και την αρχαία Ελληνική ποίηση, από τον περίγυρο του ποιητή, απ’ το ατομικό, το ιστορικό ή το μυθικό παρελθόν, από το φυσικό περιβάλλον που, ενίοτε, προσωποποιείται με τη βοήθεια του αρχαίου μύθου Το ποτάμι και μάλιστα ο Αλφειός, που, όπως ξέρουμε, έχει πάρει μες στους αιώνες στο κυνήγι του ερωτικού του πόθου τη νύμφη Αρέθουσα και την καταδιώκει χωρίς ποτέ να την φτάνει και να την αγγίζει ως τις ακτές της Σικελίας, το άπιαστο όνειρο των σκοτεινών του λογισμών, το νερό, εν γένει, αποτελεί δυναμική παρουσία στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου και παίζει σημαντικό ρόλο, κάποιες φορές κυριαρχικό, άλλοτε αισθησιακό, γεμάτο από ζωή και ζωογόνες, γονιμοποιές αρσενικές δυνάμεις, προσωποποίηση λαγνείας και ηδονής, όπως οι κένταυροι σε μεταγενέστερα ποιήματά του, άλλοτε ως σύμβολο ανάπαυλας, ηρεμίας, γαλήνης, τρυφερότητας μέσα σ’ ένα πραγματικά ειδυλλιακό σκηνικό «κάτω απ’ τις ιτιές». Εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε για λίγο ακόμη στην ισχυρή παρουσία του Αλφειού, του ποταμού στις όχθες του οποίου μεγάλωσε ο ποιητής, μια παρουσία που τη βλέπουμε και σε άλλους ποιητές, που έχουν τις καταβολές τους στην περιοχή αυτή, όπως ο Τάκης Σινόπουλος ή ο νεώτερός τους Σωκράτης Σκαρτσής. Ο Αλφειός του ασκεί μια ιδιαίτερη έλξη και γοητεία και γι’ αυτό φαίνεται εντελώς φυσική η προσωποποιημένη ή θεοποιημένη μορφή της Ελληνικής αρχαιότητας μέσα από τον πασίγνωστο μύθο του ανεκπλήρωτου έρωτά του προς την Αρέθουσα. Η ματιά, βέβαια, του Γιώργη Παυλόπουλου αντιστρατεύεται εξ ολοκλήρου τη σατιρική εκδοχή του Λουκιανού στους έρωτες των θεών που περιγράφει. ΄Άλλωστε, πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικές συγγραφικές ιδιοσυγκρασίες. Στο Γιώργη Παυλόπουλο ο Αλφειός είναι σύμβολο έντονου ερωτισμού, γεμάτος ένταση και πάθος ερωτικό, που, πότε γίνεται νερό, πότε μεταμορφώνεται σε άλογο, που καλπάζει στο κέντρο των ονείρων του. ΄Ετσι και ο έρωτας συμπεριφέρεται, όπως το μεγάλο ποτάμι, που κατεβαίνει καλπάζοντας ορμητικά και βίαια και καταστρέφει τον γύρω του χώρο πλημμυρίζοντάς τον με την ιλύ του για να τον ζωογονήσει στη συνέχεια κι άλλοτε ήρεμος και γαλήνιος, γεμάτος από περίσκεψη και κρυφές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που ψάχνει το όνειρό του μέσα στην πραγματικότητα που τον περιβάλλει ή την πραγματικότητα μέσα στ’ όνειρό του για να την προβάλλει σε εικόνες μαγευτικές όσο και οικείες. Είναι δηλαδή συνάμα βίαιος, ορμητικός, αισθησιακός, αδίσταχτος θηρευτής του απόλυτου αλλά και γαλήνιος, τρυφερός, ευαίσθητος, με εξαίσια ρομαντική διάθεση και πασχίζει πάντα, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, να συναντήσει το θηλυκό, να το αγγίξει, να εισχωρήσει μέσα του βαθιά και, παρά την απέλπιδα αντίστασή του, να του φυτέψει την καινούργια ζωή. Θα ήθελα να προσθέσω ακόμη σχετικά με το σύνολο της συλλογής «Το Κατώγι» ότι εδώ υπάρχει ισχυρή δραματική ένταση, που κάποτε μετασχηματίζεται σε τραγική διάθεση, η οποία πηγάζει κυρίως από τη σκληρή μοναξιά, που νιώθει το ποιητικό υποκείμενο, από την αδυναμία του να επικοινωνήσει με τον άλλο, από το ανεκπλήρωτο των ονείρων, των πόθων και των επιθυμιών του, από την οικτρή διάψευση των ελπίδων του ή από την τελική συντριβή του ύστερα από τα ανελέητα και ύπουλα χτυπήματα της μοίρας και της εποχής. Η μοναξιά, βέβαια, αυτή μετριάζεται κάποιες φορές από τη διακριτική παρουσία του συντρόφου. Στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου δεν παύει ούτε στιγμή η υπαρξιακή αγωνία να μαστιγώνει ανελέητα τον νου και τις αισθήσεις μας. Το κενό, το μεγάλο κενό, που δημιουργεί ο χαμός των συντρόφων και η τελική επικράτηση του εφιάλτη, το γεμίζει ή προσπαθεί να το γεμίσει η μνήμη. ΄Ετσι, ο δρόμος δεν είναι ποτέ κλειστός ή αδιέξοδος, ο ποιητής αφήνει πάντα μια μικρή χαραμάδα στο γκρίζο τοπίο της ποίησής του ώστε ν’ αναπνέουμε, να βλέπουμε, να νιώθουμε και να καταλαβαίνουμε ότι πάντα μπορεί να υπάρχει μια μικρή ελπίδα διαφυγής, προοπτικής και αναγέννησης, φτάνει να το θέλουμε και να το επιδιώκουμε. Εδώ κλείνω προς το παρόν τις παρατηρήσεις μου για την ποίηση «… των αφανών», εκείνων δηλαδή που χάθηκαν και χάνονται καθημερινά, άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, που ο θάνατος, όντας βίωμα καθημερινό, τους παίρνει αθέατος κοντά του, χωρίς να το παίρνει είδηση ο διπλανός ώστε να τους αναζητήσει, που τελικά ξαφνιάζεται από το γεγονός. Η τραγικότητα, συνεπώς, βρίσκεται στην απλή, καθημερινή ζωή κι όχι στις μεγάλες πράξεις, τα κατορθώματα των ηρώων ή στις αυλές των πριγκίπων και των βασιλιάδων. Ο απλός, ο καθημερινός άνθρωπος είναι εν τέλει ο ήρωας και όχι αυτός που ανδραγαθεί στα μακρινά πεδία των μαχών. Οι άνθρωποι αυτοί δεν χάνονται αλλά ζουν συνεχώς μέσα στη μνήμη, μέσ’ απ’ αυτή βλέπουμε διαρκώς την αδιάκοπη πορεία τους στα δύσκολα, δύσβατα και αγωνιώδη μονοπάτια της ζωής και νιώθουμε στο τέλος και το χαμόγελό τους ή το νόημά του. Κι αυτό είναι, φυσικά, απόδοση δικαιοσύνης, όπως θα το ήθελαν και οι δύο δάσκαλοί του, ο στρατηγός Μακρυγιάννης και ο ποιητής και διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης στο ομότιτλο με την συλλογή ποίημα. ΄Όπως κι ο ίδιος ο ποιητής έζησε ως τώρα αθόρυβα, αποφεύγοντας την άγονη όσο και ανούσια δημοσιότητα με τις στείρες για την τέχνη δημόσιες σχέσεις έτσι και οι ήρωές του ζουν στον εφιαλτικό κόσμο «…των αφανών», μόνοι κι ανυπεράσπιστοι μέσα σ’ ένα αφιλόξενο περιβάλλον και η μοναξιά τους αυτή είναι βίωμα καθημερινό, όπως ακριβώς και ο έρωτας, ο θάνατος, η συντροφικότητα και η μνήμη. Η. Το Σακί ή η ανολοκλήρωτη νέκυια του ποιητή Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου, «Το Σακί», που εκδίδεται εννιά χρόνια μετά την πρώτη, περιλαμβάνει τριάντα τρία, σχεδόν, ισομεγέθη ποιήματα, μερικά από τα οποία είχαν δημοσιευθεί νωρίτερα στις περιοδικές εκδόσεις: «Συνέχεια», «Αιολικά Γράμματα», «Χρονικό», στη «Φιλολογική Καθημερινή» και στον τόμο «Ποίηση ‘77», με τα οποία φαίνεται ότι κλείνει μια περίοδος της δημιουργίας του, η πρώτη. Στο «Κατώγι» κυρίαρχο θέμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η αντίθεση έρωτα και θανάτου, πάνω στην οποία δομείται επιτυχώς η ποιητική ευαισθησία του ποιητή, η λειτουργικότητα της ποίησής του και συνάμα η μεγάλη προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει παλεύοντας μάταια με τις αντίξοες δυνάμεις, που διαφεντεύουν τη μοίρα του, γι’ αυτό και το υπαρξιακό, πολιτικό βίωμα είναι ισχυρό. Το βίωμα αυτό ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό στο «Σακί», το συνοδεύει όμως πάντα και το επισφραγίζει, ως πιο ισχυρό, το βίωμα του θανάτου. ΄Έτσι, γι’ αυτούς που αγαπούν τις κατηγοριοποιήσεις, τα ποιήματα αυτής της συλλογής ανήκουν, κατά κύριο λόγο, στην ενότητα του θανάτου, τονίζοντας όμως παράλληλα και την πολιτική διάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής τους, ενώ τα ποιήματα των μεταγενέστερων συλλογών του ποιητή, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τουλάχιστον, ανήκουν στην ενότητα του έρωτα, παιγνιώδους ή μη. Η αναφορά του ποιητή σε μορφές, εικόνες, περιστατικά και βιώματα ή καταστάσεις της αντίστασης, του εμφυλίου, της ήττας του αριστερού κινήματος καθώς και της μετεμφυλιακής περιόδου, που ακολούθησε, άλλοτε καλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα, είναι συνεχής, η μνήμη, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καταδύεται στα άδυτα των ψυχικών συνειρμών του και ανασύρει, θριαμβικά ή πικρόχολα, ό,τι τον βασάνισε τότε ή εξακολουθούσε να τον βασανίζει ακόμη, μια και το ιστορικό γεγονός, ως λογική ή παράλογη, πλην όμως πραγματική, ακολουθία συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμα και τη στιγμή που τυπώνονταν τα ποιήματα. Παράλληλα φαίνεται ότι κλείνει, μάλλον οριστικά, ένα μέρος της οφειλής του ποιητή προς τους αγωνιστές της περιόδου εκείνης και, κυρίως, προς τους νεκρούς της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, προς τους παιδικούς φίλους και τους ομότεχνους, νεκρούς ή ζωντανούς, τότε, όπως ο Τάκης Σινόπουλος, ο Νίκος Καχτίτσης, ο Σάκης Καράγιωργας, ο Θόδωρος Βαρουξής για ν’ αναφέρω μόνο όσους δηλώνονται με τ’ όνομά τους στις αφιερώσεις των ποιημάτων της συλλογής. Η σχετική υποχώρηση του ερωτικού βιώματος που παρατηρείται σ’ αυτή την συλλογή έχει ως συνέπεια, κατά κάποιο τρόπο, και την ανάλογη υποχώρηση του λυρισμού, που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό «Το Κατώγι» και την αντικατάστασή του, στα περισσότερα τουλάχιστον ποιήματα, από μια έντονη λυρική αφηγηματικότητα ή, αργότερα, στις μεταγενέστερες συλλογές του, από μια παιγνιώδη αφηγηματικότητα, με τον τρόπο του λαϊκού παραμυθιού, σε σημείο που να γκρεμίζονται αμετάκλητα οι αυστηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο και να βαδίζουμε τελικά προς έναν λόγο ενιαίο και αδιαίρετο. Αυτό, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει ότι έχουμε μείωση της ποιητικότητας, - αν, βέβαια, υπάρχει τρόπος ασφαλής για τη μέτρησή της. Η ποίηση παραμένει ποίηση, όσες αλλαγές κι αν υποστεί. Στο ποίημα «Δήμιοι. In memoriam Ν{ίκου} Κ{αχτίτση}» η κατάληξη αυτή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Ο λόγος είναι συνεχής, χωρίς να διακόπτεται πουθενά από στιχουργική ανάγκη ή άλλα ποιητικά τεχνάσματα. ΄Άλλωστε, πρόκειται για ένα ποίημα που γράφτηκε στη μνήμη του σημαντικού αυτού πεζογράφου και στενού φίλου του ποιητή, που χάθηκε πρόωρα απ’ τη ζωή, πριν καν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του και γι’ αυτό, ίσως, προκρίνεται και η πεζόμορφη δομή του ποιήματος. Η αφηγηματικότητα αυτή δεν αποτελεί στοιχείο αντιποιητικό ή, τουλάχιστον, δεν λειτουργεί έτσι, ούτε υποδηλώνει στροφή του ποιητή προς άλλες μορφές έκφρασης λόγω ποιητικού κορεσμού. Ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ποιητής και ποιητής θα παραμείνει ως το τέλος. Η αφηγηματικότητα των ποιημάτων του είναι, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο έντονα ποιητικό και ολοκληρώνει την εικόνα του κόσμου του, όπως μας την έδωσε πιο πριν στο «Το Κατώγι», στο οποίο ήταν περισσότερο καλυμμένη, κρυμμένη, ίσως, πίσω από τον έντονο λυρισμό. Εδώ, η φύση των ποιημάτων είναι τέτοια, γιατί αναφέρονται, ευθέως ή πλαγίως, σε γεγονότα και πρόσωπα της Ιστορίας, της απλής καθημερινής Ιστορίας των απλών, καθημερινών ανθρώπων και λιγότερο σε καταστάσεις απόμακρες ή επηρεασμένες απ’ τους Σεφερικούς μύθους, ώστε η αφήγηση να θεωρείται αναγκαία, γιατί χωρίς αυτήν η ποίηση θα είναι λειψή. Γι’ αυτό, ίσως, και ο λόγος είναι τόσο λιτός και τα εκφραστικά μέσα τα απολύτως αναγκαία. Επί πλέον, ο αφηγηματικός λόγος κατορθώνει με τη λιτότητα και τη διαύγεια ,που τον χαρακτηρίζει, να επιτύχει, ό,τι αδυνατεί να εκφράσει τελικά ο λυρισμός: να αντικειμενικοποιήσει το υποκειμενικό, ατομικό ή προσωπικό βίωμα και να του προσδώσει καθολικό, γενικό και διαιώνιο κύρος. Τα παθήματα του ενός γίνονται παθήματα όλων, μέρος απαραίτητο της Ιστορίας του συνόλου. Ο πόνος, ο θάνατος, ο αγώνας και η αγωνία για το αύριο δεν είναι πια ατομική υπόθεση. Κι αυτό φαίνεται ότι το πέτυχε ο ποιητής, να μας το δείξει δηλαδή και να μας μεταδώσει το αντίστοιχο συναίσθημα μ’ επιτυχία. ΄Ετσι, από την αφηγηματικότητα, λυρική ή μη, εύκολα πλέον μπορεί να αναχθεί ο ποιητής στη δραματικότητα και να δώσει μια άλλη χροιά στην ποίησή του, όπου ενυπάρχει ταυτόχρονα σ’ αυτή την περίπτωση και το τραγικό στοιχείο, αφού ο άνθρωπος παλεύει μόνος, αδύναμος κι ανυπεράσπιστος, παίρνει όμως ή καλύτερα προσπαθεί να πάρει τη μοίρα στα χέρια του και συντρίβεται στο τέλος, γιατί η νίκη εναντίον των δυνάμεων, που τον αντιπαλεύουν, είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις του και, συνεπώς, ναρκοθετημένη, ενώ η ήττα και η συντριβή αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξής του. Και τα τριάντα τρία ποιήματα αυτής της συλλογής αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, ένα ενιαίο ποίημα με τριάντα τρεις ενότητες. Η ενότητα της συλλογής είναι πλήρης και σχεδόν μοναδική. ΄Όλα τα ποιήματα αποτελούν συγχρόνως μια δραματικά συνθεμένη ποιητική μαρτυρία των πέτρινων χρόνων της Κατοχής, του Εμφύλιου, της μετεμφυλιακής περιόδου της Ιστορίας μας, της δικτατορίας και των χρόνων, που ακολούθησαν στην Ελλάδα και στον Κόσμο, με γνήσια γλωσσική αίσθηση, λιτότητα, επιγραμματική διάθεση, σκηνική, ποιητική και αφηγηματική οικονομία. Ο λόγος είναι συγκλονιστικός και ταυτόχρονα οικείος με αρωγό, κάποιες φορές, το δημοτικό τραγούδι και την τεχνική του: «Κι ούθε ρωτήσαμε κανείς δεν μίλησε Κι ούθε χτυπήσαμε κανείς δεν άνοιξε» {σελ. 7}. Η αίσθηση της φθοράς, που πολλές φορές την ενισχύει η πλήρης και οριστική ή αναπάντεχη διάψευση της ελπίδας, είναι έντονη, το τριαντάφυλλο δεν είναι αρκετό για να ξορκίσει, να αποτρέψει το μοιραίο {σελ. 9}, ο έρωτας γίνεται καταστροφικός, το προανάκρουσμα του θανάτου {σελ.10}, ταυτίζεται μαζί του, γι’ αυτό και το περιστέρι «βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι και πνίγηκε» {σελ. 11}, ενώ εκείνη, που μια ολόκληρη ζωή το κεντούσε, σαν την Ομηρική Πηνελόπη, την κρίσιμη ώρα έχει αποκοιμηθεί. Οι φύλακες δεν αγρυπνούν, τους πήραν τα χρόνια, ο θάνατος, η νέα ζωή, όπως διαμορφώνεται με την ανατροπή του κόσμου που ήξεραν ως τότε. Οι αναφορές στην εποχή και το κλίμα της είναι σαφείς. Στο ποίημα «Φαντάροι μ.Χ.» πάλι για μια στιγμή φαίνεται ότι κυριαρχεί ο έρωτας, ο θάνατος όμως είναι αυτός που έρχεται με τα πολυβόλα. Το μοτίβο του χορού ή του έρωτα πριν από τον θάνατο που το βλέπουμε και στο «Γύφτικο τραγούδι» παραπέμπει, ίσως, σε αρχαία Ελληνικά θέσμια. Στο θέμα του θανάτου έχουμε μια μικρή μετατόπιση σε σχέση πάντα με «Το Κατώγι». Δεν παύει, βέβαια, να είναι ο καθημερινός, ο άδοξος θάνατος, εντούτοις έχει ως σκηνικό βάθος, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, εγκαταλελειμμένα πολεμικά πεδία, άγνωστα, φυσικά, και ακαθόριστα, παρόλο που περιγράφονται με τρόπο ρεαλιστικό, πεδία που εναλλάσσονται συχνά με τα νεκρικά τοπία της πόλης, ακαθόριστα κι αυτά, τα οποία όμως είναι έτσι γιατί έτσι το θέλησε ο πόλεμος κι ο θάνατος, παρόλο που μπορεί να έρχεται πάνοπλος στα πεδία των μαχών, δεν είναι ο ηρωικός όμως, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε ποτέ με την ποιητική ιδιοσυγκρασία του Γιώργη Παυλόπουλου. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, σε αντίθεση με το Γιώργο Σεφέρη, έχει τη δύναμη και μιλάει για ήρωες, δεν περιγράφει όμως τον θάνατό τους, απλώς μας τον δίνει, η αίσθηση της φθοράς, που τον διακατέχει, δεν του επιτρέπει ύμνους και ηρωικές εξάρσεις, η μετατόπιση, λοιπόν, δεν είναι θέμα ουσίας, ο επερχόμενος θάνατος εξακολουθεί και έτσι να παραμένει άδοξος, του αγνώστου αγωνιστή, που ποτέ δεν θα μάθουμε το όνομά του και, ίσως, και μάταιος. ΄Έτσι, η ενότητα με «Το Κατώγι», θεματολογικά και εκφραστικά, είναι σχεδόν πλήρης. Τι μένει, τελικά, από τη ζωή που την παίρνει άδοξα και αναίτια ο θάνατος; Η μνήμη, η πέτρα που κάποτε θα μαρτυρήσει {σελ. 19, 27}, μια και δεν μπορεί να γίνει ψωμί να χορτάσουν ή να ξεγελάσουν την πείνα τους τα παιδιά {σελ. 14}, η τουφεκιά που «τον κάνει φωτογραφία» {σελ. 9}, γι’ αυτό, άλλωστε, κι «εμείς μετράμε τα χρόνια μας με ξεθωριασμένες φωτογραφίες φαντάρων» {σελ. 13}. Εικόνες σκληρές στη σύλληψή τους, μορφές κυκλωμένες, όπως ακριβώς τα θηράματα, από απάνθρωπους φορείς στυγνών και καταπιεστικών καθεστώτων {σελ. 18, 33}, τα δεσμά, οι ξυλοδαρμοί, οι απειλές {σελ. 18, 20,32, 33, 48}, οι δολοφονίες {σελ. 12, 16, 19, 20, 27, 37, 46, 48}, ο έρωτας και ο χορός, που δεν ολοκληρώνονται, γιατί ο θάνατος πάντα καραδοκεί να τον διακόψει {σελ.10, 12, 39, 41}. Εικόνες φρίκης, ρεαλιστικές. Μια φρίκη, που, βέβαια, δεν κουβεντιάζεται, μας δίνεται όμως με τέτοιο τρόπο που γίνεται αμέσως δική μας. Πάνω από τον θάνατο βρίσκεται η ελπίδα, σαν σπαθί που λάμπει στον ήλιο {σελ. 8}, σαν παλιά φωτογραφία {σελ. 9, 13}, ο μικροπωλητής που πουλάει «τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες {σελ. 17} αποτελώντας ταυτόχρονα το alter ego του ποιητή, σαν όνειρο που υπερβαίνει την πραγματικότητα κατανικώντας της {σελ. 11, 20, 24, 27, 29, 37, 39, 41, 42, 49}, τα κομμένα χέρια του αντάρτη που φυτρώνουν ξανά {σελ. 28}, τα δεκανίκια του ανάπηρου {σελ. 32}, η θάλασσα {σελ. 33}, το υπερήφανο τίναγμα των μαλλιών της γυναίκας {σελ. 35}. ΄Όλα σύμβολα ενός ανυπόταχτου, αντιστασιακού και τελικά ακατανίκητου πνεύματος χωρίς τοπικούς ή χρονικούς περιορισμούς, αφού η γενίκευση είναι , κατά τον Αριστοτέλη, αυτό που κάνει την ποίηση, την τέχνη σπουδαιότερη της επιστήμης και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, την ουσία της. Αυτό το πνεύμα άλλοτε εναλλάσσεται με την απογοήτευση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ακυρώνεται τελικά: «μα πουθενά δε βρέθηκε» {σελ. 7} ή «τώρα μόνο η στάχτη» {σελ. 10} και η γενίκευσή της: «χιονίζει σ’ όλη τη γη» {σελ. 15}. ΄Όμως, πίσω από τη στάχτη και τα χαμένα όνειρα κρύβεται, σχεδόν πάντα, η πίστη στις μυστικές δυνάμεις του ανθρώπου. Μια πίστη, που πηγάζει, από την ατελείωτη σειρά των βασανισμένων κορμιών, όπως τα ανασύρει συνεχώς η μνήμη, που ο θάνατος τα βρίσκει πάντα πάνω στην ακμή της νιότης τους και τα κεφάλια τους πέφτουν στο σωρό απ’ το σακί, την ίδια στιγμή που τα βασιλεμένα μάτια τους καρφώνονται απλανή πάνω στο βλέμμα του ποιητή και του αναγνώστη. «Το Σακί» και «Το Κατώγι», τίτλοι των δύο πρώτων ποιητικών συλλογών του Γιώργη Παυλόπουλου καθώς και δύο χαρακτηριστικών ποιημάτων αυτών των συλλογών, έχουν άμεση σχέση με το «επαράσταιναν τον ΄Άδη» του Διονυσίου Σολωμού, που ήταν το μότο της πρώτης. ΄Ίσως, μέσω του Σολωμού η αναγωγή μπορεί να φτάσει ως τον Δάντη, αφού εικόνες του Κάτω Κόσμου αποτελούν για τον ποιητή και τα δύο. Είναι ο ΄Άδης, λοιπόν, η Κάτω Γη, το χώμα που σκεπάζει τα κορμιά των αγωνιστών, στα κομμένα κεφάλια των οποίων ταιριάζει φωτοστέφανο δόξας λαμπρό και όχι η λήθη. Εδώ τον ρόλο αυτόν τον παίζει η μνήμη. Οι πραγματικοί αγωνιστές, λοιπόν, βρίσκονται στο χώμα, στο «Κατώγι» ή «Το Σακί», και τα έκπληκτα μάτια του ποιητή κρατούν τις εικόνες, που τείνουν να χαθούν, σαν παλιές φωτογραφίες ή σαν εικόνες του κινηματογράφου, για να τις διατηρήσει έτσι ατόφιες η μνήμη. Γι’ αυτό, ίσως, και η γραφή μοιάζει κινηματογραφική, δίνοντάς μας μια συνεχή ροή εικόνων που διαλύονται προτού καλά καλά προλάβουν ν’ αποτυπωθούν, όπως ακριβώς η λάμψη της αστραπής, μια φανερή εν τέλει απεικόνιση της καθημερινότητας της ζωής και της ρευστότητας των εικόνων που την απαρτίζουν. Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου στις δύο πρώτες ποιητικές του συλλογές είναι η φωνή του καταπιεσμένου, του βασανισμένου, του δολοφονημένου ή οικτρά παραμορφωμένου, του κουρασμένου και υπομονετικού ανθρώπου, είτε αυτός είναι μαχητής, είτε απλός άνθρωπος που πασχίζει καρτερικά να ζήσει, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, η φωνή της γενιάς του με τα ισχυρά βιώματα, τα αβυσσαλέα πάθη και την εμφανή αίσθηση της ήττας και της συντριβής, αλλά και όλων των γενιών που προηγήθηκαν ή θ’ ακολουθήσουν κάτω από ανάλογες συνθήκες, η φωνή εν τέλει της Ιστορίας που συνεχίζεται δίχως να ολοκληρώνεται ποτέ ή ακόμα και να δικαιώνεται, όπως και η ζωή, άλλωστε, που δεν λέει να ανατείλει λαμπρή, γι’ αυτό και ο νους και η καρδιά του ποιητή βρίσκεται παντού και «στην Αθήνα και στη Βαρσοβία» {σελ. 15}, γιατί η πείνα, ο πόνος, η ξενική Κατοχή, τα βάσανα και τα βασανιστήρια, η καταπίεση, ο θάνατος και η υποταγή έχουν παντού το ίδιο πρόσωπο και επιβάλλονται πάντα από ανάλογους φορείς με τον ίδιο τρόπο, την ίδια μέθοδο και με τα ίδια μέσα. Η. Η Θάλασσα To ποίημα: «Η Θάλασσα» {σελ. 33-34} είναι αφιερωμένο στο γνωστό καθηγητή και αγωνιστή της δημοκρατίας Σάκη Καράγιωργα, τη φωνή του οποίου θα έλεγε κανείς ότι την έχει δανειστεί ο ποιητής για να μας μιλήσει για τα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας στα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και να επικοινωνήσει μ’ αυτό τον τρόπο άμεσα μαζί μας. Αποτελείται από τέσσερις πολύστιχες στροφές αντιμέτωπες, η κάθε μία, με έναν και μοναδικό στίχο, τον ίδιο πάντα, που το αισθητικό του βάρος είναι ισοδύναμο μ’ αυτές. Ο στίχος αυτός παίζει το ρόλο μιας ολόκληρης αντιθετικής στροφής, που επαναλαμβάνεται μετά το τέλος κάθε πολύστιχης ως αντιστροφή σε χορικά άσματα αρχαίας τραγωδίας. Πρώτη στροφή, στίχοι οκτώ. Βρισκόμαστε μέσα σε χώρο βασανισμού, σ’ ένα δωμάτιο περίκλειστο, μέσα στο οποίο σπρώχνουν τον ήρωα βίαια και κλειδώνουν τη σιδερένια πόρτα του. Το «Μ’ έσπρωξαν», χωρίς υποκείμενο συγκεκριμένο. ΄Όλοι αντιλαμβάνονται σε ποιους αναφέρεται το πρόσωπο που αφηγείται, ο έγκλειστος του ποιήματος. Η πόρτα σιδερένια, κάθε απόπειρα, ακόμη και σκέψη, διαφυγής, αδύνατη. Μιλάει, λοιπόν, αφηγείται, καλύτερα, κάποιος, που δεν κατονομάζεται, μέσα στο σκοτάδι. ΄Άρα, δεν φαίνεται και, προφανώς, δεν βλέπει, γι’ αυτό και η πρώτη απειλή, που εκστομίζει ο αρχιβασανιστής, αναφέρεται στην αφαίρεση των ματιών, γιατί τα έργα του είναι τέτοια που, για τιμωρία, δεν θα πρέπει να βλέπει, ούτε τώρα, ούτε και στο μέλλον, ακόμα κι αν οι συνθήκες το επιτρέψουν και βγει κάποτε από τη φυλακή. Μια απειλή λεκτική που σύντομα αναιρείται, γιατί πιο σκληρό θα είναι να βλέπει «τα πάντα μέχρι το τέλος». Μόνος ορατός, λοιπόν, ο θάνατος, γι’ αυτό και «στάσου εκεί», προφανώς πίσω από τα κάγκελα της σιδερένιας πόρτας, απ’ το σκοτάδι στο σκοτάδι. Τελικά, είναι απαραίτητη η όραση; ΄Όχι, βέβαια, αφού την αντικαθιστά επάξια η εσωτερική όραση, τα μάτια της ψυχής κατά τον Σολωμό και τον Παλαμά, που τον οδηγούν κατ’ ευθείαν στη θάλασσα, παρακάμπτοντας τον θάνατο. Το φως, συνεπώς, είναι εσωτερική υπόθεση και δεν χρειάζονται εξωτερικά όργανα για να ιδωθεί. ΄Έτσι, ο αφηγητής, σαν άλλος Τειρεσίας, βλέπει, ακούει, αισθάνεται τα πάντα. ΄Άρα, γνωρίζει τα πάντα κι αυτό είναι τελικά η δύναμή του. Εφτά στίχοι αποτελούν τη δεύτερη στροφή. Εδώ οι απειλές αλλάζουν μορφή, γίνονται πιο πρακτικές. Ο «κάποιος» κρατάει στα χέρια του, προφανώς, ένα χοντρό ξύλο, θα του το μπήξει στην κοιλιά, λέει, θυμίζοντάς μας το γνωστό από το παρελθόν της ανθρωπότητας παλούκωμα, και θα του το βγάλει από το στόμα. Είναι φανερό ότι κρατάει στα χέρια του το παλούκι γιατί λέει «τούτο», ενώ η επιθυμία του να δει το αίμα του θύματος «να χύνεται στις πλάκες» και να το γλείφουν τα σκυλιά με λαιμαργία είναι κυρίαρχη και παραμερίζει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα που, ενδεχομένως, θα ζητήσει κι αυτό μια θέση. Σαν να έχει μεθύσει με τα ίδια του τα λόγια και τις απειλές, το βλέπει κιόλας να χύνεται στο έδαφος. Η όραση του θύτη λειτουργεί αντιθετικά προς την όραση του θύματος, άλλα βλέπει ο ένας κι άλλα ο άλλος: το αίμα ο ένας, τη θάλασσα ο άλλος. Μάλιστα, οδηγημένος από το πάθος του, φτάνει στα όρια της παραίσθησης, το βλέπει τόσο έντονα που φοβάται μήπως λερωθεί η στολή του και τον διατάζει να τραβηχτεί μακριά του. Εδώ έχουμε ένα πρόσθετο στοιχείο, που δεν είχε φανεί μέχρι τώρα: τη στολή. ΄Άρα, ο βασανιστής είναι στρατιωτικός ή αστυνομικός, άνθρωπος με στολή εν γένει. Η ένδειξη αυτή, μαζί με την αφιέρωση στον Σάκη Καράγιωργα, παραπέμπουν με σαφήνεια στην περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Βέβαια, σ’ ολόκληρο το ποίημα δεν θα ονομαστεί ο βασανιστής με τ’ όνομά του, ούτε τα πρόσωπα , που βρίσκονται στο σκοτεινό δωμάτιο, αφού το ποίημα δεν αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο γεγονός μόνο, την ανάκριση δηλαδή του Σάκη Καράγιωργα από τα ανακριτικά όργανα του χουντικού καθεστώτος, αλλά σε μια σειρά ίδιων ή παραπλήσιων γεγονότων, που επαναλαμβάνονται κάθε φορά, που επικρατεί ένα τέτοιο καθεστώς και που ήταν σύνηθες φαινόμενο και καθημερινό στα χρόνια εκείνης της ιστορικής περιόδου της Ελλάδας, ως μέρος της ανακριτικής διαδικασίας εναντίον κάθε ατόμου , που με οποιοδήποτε τρόπο αντιστεκόταν στο καθεστώς. Σ’ αυτό το ποίημα, ως κύριο όργανο βασανισμού, παρουσιάζεται ο απειλητικός λόγος του εκπροσώπου του καθεστώτος, ο οποίος μπορεί να προσβάλλει καίρια την ατομικότητα, την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ώστε να τον εκμηδενίσει στο τέλος και να τον υποτάξει στις ορέξεις του και τις επιταγές του συστήματος, ενώ κύριο όπλο του αντιστεκόμενου αγωνιστή είναι η απόλυτη σιωπή, η πλήρης περιφρόνηση δηλαδή προς τον ίδιο και ό,τι αυτός εκφράζει και η αναπόληση της θάλασσας ως ο χώρος της μνήμης και της αντιμετώπισης των απειλών με την περήφανη αντιπαράταξη λαμπρών στιγμών του παρελθόντος και της παράδοσης, μέσω της σιωπής όμως, γιατί τα δύο πρόσωπα ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα γι’ αυτό και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η γλώσσα, οι λέξεις, οι εκφράσεις, η εκφορά των λέξεων, ο τόνος του βασανιστή δηλώνουν ότι ο ίδιος είναι ένα, λούμπεν ίσως, πλην όμως αλλοτριωμένο, παιδί του λαού στην υπηρεσία των τυράννων, απόλυτα σίγουρο για τη νομιμότητα των πράξεών του, για την αποτελεσματικότητα των μεθόδων του και για τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητά τους. Μόνο όπλο για την αντιμετώπιση αυτού του λόγου είναι η σιωπή και η Ιστορία, μέσω της εικόνας, όπως δηλώνει η αναπόληση της θάλασσας. Η σιωπή, λοιπόν, είναι η ποίηση, η τέχνη, η μνήμη, το μόνο όπλο κατά του καθεστώτος που μπορεί ν’ αποδώσει επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτή η σιωπή ή, καλύτερα, η άρνησή του να αποκριθεί, εξαγριώνει τα μέγιστα το βασανιστή, τον αναγκάζει να γίνει περισσότερο απειλητικός, να τον αποκαλέσει «κάθαρμα», μια βρισιά, που, φυσικά, δεν βρίσκει τον στόχο της και επιστρέφεται στον αποστολέα της, αφού εξοστρακίζεται πάνω στο σκληρό κέλυφος της σιωπής. Αν αποτελούσε το κείμενο μέρος θεατρικού έργου, θα είχαμε εδώ το φαινόμενο της τραγικής ειρωνείας, όπως το ξέρουμε από τους αρχαίους τραγικούς, και ο θεατής θα είχε κάθε λόγο να χαμογελάσει ειρωνικά με την άγνοια του, που εν τέλει καταντάει κωμική. Ο αριθμός των στίχων από στροφή σε στροφή πάει κλιμακωτά: στην Τρίτη, οκτώ, στην τελευταία, εννιά. ΄Άρα, η ένταση κορυφώνεται στο τέλος. Εδώ, ο στίχος-αντιστροφή έχει το «θάλασσα» με κεφαλαία, ενώ πριν είχαμε με κεφαλαίο γράμμα μόνο το αρκτικό σύμφωνο. Οι απειλές δεν έχουν τελειωμό. Μετά το φως, σειρά έχει ο αέρας. Θα τον κάψει για να μην μπορεί να ανασαίνει. Η υπερβολή είναι προφανής, η απώλεια του αέρα, εκ φύσεως αδύνατη, σηματοδοτεί ταυτοχρόνως την απώλεια του θύματος αλλά και του θύτη. Η μοίρα τους είναι απόλυτα δεμένη, ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλο, γεγονός που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται αμέσως και γι’ αυτό συνεχίζει. Από ασφυξία, βέβαια, δεν πεθαίνει κανείς αμέσως αλλά σιγά – σιγά και βασανιστικά. Η απειλή, συνεπώς, επιστρέφεται. Χρησιμοποιεί αντί του «πεθαίνω» το ρήμα «χάνομαι», που έχει ταυτόχρονα και την έννοια του «απομακρύνομαι», κινηματογραφικά «σβήνω μέσα στην εικόνα που ακολουθεί» και μεταφορικά «πεθαίνω» ή «βρίσκομαι στο δρόμο της απώλειας ή του χαμού». Ο βασανιστής, ως άλλος θεός, δηλώνει κατηγορηματικά ότι γνωρίζει με ακρίβεια την ώρα του χαμού του θύματος, ότι έχει ανεξάντλητη υπομονή και περιμένει τη στιγμή που «θα τα παραδώσει». ΄Άλλη μια λέξη, που, αν φορτιστεί με την παράδοση της γλώσσας, παραπέμπει αυτόματα στις τελευταίες στιγμές του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου και του απάνθρωπου θανάτου του: «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου». Ο θύτης, λοιπόν, κατά τη δήλωσή του, μπορεί, περιμένει, ξέρει. Το θύμα δεν ανασαίνει, χάνεται, παραδίδει το πνεύμα του, σπάει, παρακαλάει, θέλει να πεθάνει ΄Όλα κατά τη δήλωση του πρώτου, αφού ο δεύτερος αρνείται περήφανα να μιλήσει. Ο θύτης, συνεπώς, μπορεί, κατά την πρώτη λέξη της στροφής, το θύμα θέλει, κατά το τελευταίο ρήμα της ίδιας στροφής, αφού η τελευταία λέξη είναι απαρέμφατο, και μάλιστα τελικό που δηλώνει έντονη υποκειμενικότητα, ολοκληρώνοντας, βέβαια, το ρήμα, αφού αποτελεί αντικείμενό του. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο ρήματα έκλεισε ο ποιητής, συνειδητά ή ασυνείδητα, το αγνοώ, δεν έχει, άλλωστε, αξία, ολόκληρη την αντίθεση θύτη και θύματος. Βέβαια, όλα βρίσκονται μέσα στον εγκέφαλο του θύτη και αποτελούν σκοτεινές επιθυμίες του, ενώ στο νου του θύματος η θάλασσα, που τον πάει μακριά από το σκοτεινό δωμάτιο των φυλακών στη φύση, στην απόλυτη ελευθερία δηλαδή. Στην πρώτη στροφή, πρώτη λέξη η προσωπική αντωνυμία «με», που την εκστομίζει το θύμα, γιατί αυτό είναι που, τελικά, αφηγείται τα γεγονότα σε ευθύ λόγο, αναπαράγοντας, ταυτόχρονα, και τον απειλητικό λόγο του θύτη, τελευταία, η κτητική αντωνυμία «σου». Και οι δύο σχετίζονται με το θύμα, του οποίου η σιωπή βρίσκεται μέσα στον ίδιο του το λόγο, που είναι αφηγηματικός. Λογικά, τα έργα του, τις πράξεις του περιμένουμε ν’ ακούσουμε στο ποίημα κι όχι τις απειλές που ακολουθούν. Ο ποιητής ξέρει να ξαφνιάζει. Στη δεύτερη στροφή, πρώτη αντωνυμία το «σου», που αναφέρεται στο θύμα και τελευταία το «μου», που σχετίζεται με τον θύτη. Ισοζυγιάζονται, ίσως για να αναμετρηθούν, οι αντίρροπες και αντιτιθέμενες δυνάμεις. Στην Τρίτη, η θέση των αντωνυμιών έχει αλλάξει, έχουν μετατοπιστεί στον τέταρτο και τον όγδοο στίχο, επιτυγχάνοντας συνάμα μια λεπτή ισορροπία. Εδώ, κυριαρχούν τα ρήματα, ενώ στην τέταρτη στροφή ρήματα και αντωνυμίες βρίσκονται σε αρμονική συζυγία μεταξύ τους, αλλά εκείνα που στην πραγματικότητα κυριαρχούν είναι τα ουσιαστικά, για να δηλωθούν με απόλυτη ακρίβεια οι τρόποι, οι τόποι και τα σύνεργα του βασανισμού. Τελικά, αν αναλογιστεί κανείς ότι η λέξη «θάλασσα», του τίτλου και των αντιθετικών μονόστιχων στροφών είναι ουσιαστικό συνοδευόμενο απ’ το οριστικό άρθρο, τότε είναι φανερό ότι ο ποιητής αναθέτει κατά προτεραιότητα στα ουσιαστικά να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση. ΄Έτσι, στο ποίημα αυτό κυριαρχούν εν γένει και με τρόπο ρεαλιστικό τα συγκεκριμένα ουσιαστικά, ώστε να μη μας μένει καμία αμφιβολία, ως αναγνωστών ή ακροατών, για την αλήθεια των λεγομένων ή, καλύτερα, για την ακρίβεια της αλήθειας των λεγομένων αλλά και των τεκταινομένων. Στην τέταρτη στροφή οι στίχοι είναι πάλι εννέα. Εδώ κυριαρχούν τα ρήματα που φανερώνουν τις μελλοντικές ενέργειες του θύτη, όπως παρουσιάζονται μέσω των απειλών του: πετάξω, ρίξω, βάλω. Ενδιάμεσα βρίσκεται το «είναι», που δεν τον αφορά όμως. Ακολουθούν τα ρήματα που αναφέρονται στο θύμα: μείνεις, τρελαθείς, μαρτυρήσεις. Ενδιάμεσα το «προτιμώ», που ανήκει στον θύτη. Ουδέτερο κι αυτό στη σημασία του, όπως και το «είναι». Τα ρήματα είναι ισοζυγιασμένα και οι δύο έχουν τις ίδιες δυνατότητες να επιτύχουν. Η επανάληψη του «τρελαθείς» τη μια φορά δείχνει βεβαιότητα και την άλλη επιθυμία. Ο θύτης δηλαδή και επιθυμεί και είναι βέβαιος ότι αυτή που περιγράφει θα είναι η κατάληξη στο τέλος, γιατί τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι πολλαπλώς δοκιμασμένα στο παρελθόν. Πριν από την τελική κατάληξη, όμως, της ιστορίας σημασία έχει να επιτευχθεί ο «αντικειμενικός σκοπός», για να χρησιμοποιήσω τη στρατιωτική ορολογία, αφού βρισκόμαστε, άλλωστε, μέσα στην καρδιά του στρατοκρατορικού συστήματος εξουσίας, που είναι να μαρτυρήσει το θύμα, με τη διπλή, ίσως, σημασία της λέξης , που είναι, είτε μάρτυρας για την πίστη του, όπως οι Χριστιανοί σε παλιότερες εποχές, είτε μάρτυρας γεγονότων ή σκέψεων σε μία ενδεχόμενη δίκη στο μέλλον. Και ενώ η βεβαιότητα φαίνεται ότι βρίσκεται στον εγκέφαλο του θύτη, τελικά μετατοπίζεται στο νου του θύματος, που δεν πρόκειται τελικά να μαρτυρήσει, γιατί «στο νου μου η ΘΑΛΑΣΣΑ». Η λέξη με κεφαλαία αυτή τη φορά, το βάρος της τεράστιο, τίποτα δεν μπορεί να την ανατρέψει. ΄Όλα τα ρήματα του ποιήματος, που δηλώνουν τις ενέργειες του θύτη αλλά και εκείνα που φανερώνουν τις αντιδράσεις ή τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών στο θύμα, είναι σε χρόνο μέλλοντα, ΄Άρα, τα βασανιστήρια, αν εξαιρέσουμε το ρήμα «στάσου» της πρώτης στροφής και το «τραβήξου» της δεύτερης, είναι απειλές μόνο, δεν γίνονται τώρα, στο παρόν, ίσως να γίνουν στο μέλλον, δεν το ξέρουμε, αν και η αντιμετώπισή τους από το θύμα δείχνει ότι δεν θα βρουν τελικά καμία ανταπόκριση, στο ταραγμένο μυαλό του θύτη, όμως, αποτελούν αδιαφιλονίκητες βεβαιότητες, τις βλέπει τόσο καθαρά να εκτελούνται, ώστε να του διαφεύγει εντελώς η περήφανη, η γεμάτη από αξιοπρέπεια, περιφρόνηση και αδιαφορία του θύματος για όσες εκτοξεύονται εναντίον του και τις οποίες αντιμετωπίζει με επιτυχία κατεξεφτιλίζοντας, έτσι, τον θύτη κάνοντάς τις αναποτελεσματικές. Και το όπλο δεν είναι άλλο από το παρόν, όπως εκφράζεται με την εικόνα της θάλασσας, η οποία και αντικρούει με επιτυχία το ζοφερό μέλλον των βασανιστηρίων. Η θάλασσα εδώ δεν είναι παρά η υπέρτατη έκφραση της αιωνιότητας και την εικόνα αυτή της αέναης διάρκειας, που τη χαρακτηρίζει ως φυσικό στοιχείο, την ενισχύουν ηχητικά τα τρία άλφα που την αποτελούν. Στα ποιήματα της συλλογής «Το Σακί» υπάρχει πάντα ένα αντίδοτο του ζόφου, μια φράση, μια λέξη, ένα αντικείμενο, μια κίνηση που αντιτίθεται ή ακυρώνει ή καταλύει, όπως εδώ η θάλασσα, κάθε τι που αποδυναμώνει ή εκμηδενίζει την ανθρώπινη πράξη ή το ιστορικό ή άλλο γεγονός. Στο ποίημα «΄Άγγελος Αντάρτης» π.χ. είναι ένα σπαθί που λάμπει, στη «Στιγμή» η ξαφνική τουφεκιά που κάνει τον άνθρωπο φωτογραφία, στο «Σακί» « ο χρόνος που κατέβηκα στη πόλη Και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες» στην «Παλιά Γραφή» η μια εικόνα που αντιπαρατίθεται στις χίλιες, στις «Πέτρες» το ρήμα «μαρτυρήσουν», στο «Ιβήρων 14, 1949» η ποίηση, στο «Αναγνώριση» η μνήμη, στο «Μου κόψανε τα χέρια» τα ίδια, τα κομμένα χέρια που ξαναφυτρώνουν, στις; «Δούλες του φόβου» το ξύλο που γίνεται πλάτανος, στο «Με χαμηλή φωνή» τα δεκανίκια του ανάπηρου, στην «Επίσκεψη» το περήφανο τίναγμα του κεφαλιού, στην «Κατάβαση» ο ποιητής και το σκυλί, στο «Βαγόνι» η φαντασία του ποιητή, στη «Μνήμη του πολέμου» τα όνειρα που παρασταίνουν τον έρωτα, όπως αλλού οι εφιάλτες παρασταίνουν τον θάνατο, στον «Φόβο» το φως και οι εφημερίδες, στο «Νεκρός Καβαλάρης» το χαμόγελο και το φιλί και πάει λέγοντας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, βέβαια, και στο «Κατώγι». Στη συλλογή «Το Σακί» δεν αναφέρεται πουθενά αλλού η λέξη «θάλασσα» με τη σημασία που της δίνει σ’ αυτό το ποίημα ο ποιητής, σαν να την κράτησε μόνο γι’ αυτό. Η απλή αναφορά της, που γίνεται σε ένα δυο ποιήματα, δεν είναι φορτισμένη σημασιολογικά. ΄Ίσως, γιατί η εκτίμηση, η αγάπη και ο θαυμασμός για τον Σάκη Καράγιωργα είναι καθοριστικός. Στο «Κατώγι» η θάλασσα παίζει τον ρόλο της αστείρευτης μνήμης, μέσω αυτής επαναπροσδιορίζεται, αντανακλάται ή αναβιώνει το παρελθόν. ΄Όποιος την έχει, σώζεται, όποιος δεν την έχει σπάει τα μούτρα του. Την θάλασσα δεν τη βλέπει ο ποιητής, είναι τυφλός, όπως ο ΄Όμηρος, γι’ αυτό την έχει μέσα του. Είναι ο μέσα του κόσμος, η εσωτερική του δύναμη και για να δει δεν χρειάζονται παρά τα μάτια της ψυχής, για να θυμηθούμε έναν μεγάλο ποιητή της παράδοσης, τον Κωστή Παλαμά και μέσω αυτού τον Σολωμό και πάλι. Σ’ αυτή τη δύναμη, λοιπόν, στηρίζεται κι ο ήρωας, το θύμα εν προκειμένω, για να ματαιώσει,να ακυρώσει ή να εξουδετερώσει την αγριότητα του έξω κόσμου, που εδώ τον εκφράζει ο θύτης, ο βασανιστής και το σινάφι του. Αυτούς τους δύο κόσμους τους χωρίζει ένα αδιαπέραστο τείχος, η σιωπή και η θάλασσα, και γι’ αυτό δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. ΄Έτσι, τα δύο υποκείμενα, ο δήμιος-βασανιστής και το θύμα-έγκλειστος, ζουν ο καθένας στο δικό του κόσμο, χωρίς καμία δυνατότητα επαφής, επικοινωνίας ή εισόδου του ενός στον κόσμο του άλλου. Ο βασανιστής πασχίζει μάταια και απεγνωσμένα να διαπεράσει τη σιωπή και το όνειρο του θύματος, σκοντάφτει όμως πάνω σ’ αυτό το αδιαπέραστο κέλυφος, το τείχος της θάλασσας που καλύπτει τον κόσμο του θύματος και, φυσικά, αποτυγχάνει. Ο έγκλειστος δεν υποκύπτει τελικά στις απειλές, αντιστέκεται και, κατά τα φαινόμενα, νικάει και γι’ αυτό εξακολουθεί να ζει και μετά το τέλος του ποιήματος μέσα στον δικό του περήφανο και ακαταμάχητο κόσμο, η νίκη του είναι τελική και γι’ αυτό και συντριπτική, ολοκληρωτική και αποτελεί μια ελπίδα για το μέλλον του κόσμου, για το μέλλον του ανθρώπου, όπως το ονειρεύεται το θύμα και όχι όπως τον εικονογραφούν οι απειλές του θύτη. Θ. Επιλογικό σημείωμα Εδώ τελειώνει η περιδιάβαση στην ποίηση, που αποπνέουν οι δύο πρώτες συλλογές του Γιώργη Παυλόπουλου. Ο ποιητής στη συνέχεια εξέδωσε κι άλλες ποιητικές συλλογές και δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα. Προσωπικά, πιστεύω ότι με «Το Κατώγι» και «Το Σακί» κλείνει μια περίοδος της ποίησής του και αρχίζει μία άλλη. Για αυτό όμως χρειάζεται μια άλλη μελέτη που δεν αισθάνομαι έτοιμος να την κάνω τούτη τη στιγμή. ΄Ίσως, στο μέλλον. Θα δούμε. 1. Γιώργη Παυλόπουλου: Τα Αντικλείδια. Στιγμή. 1988. Αθήνα. Σελ. 44. 2 . Τάκη Δόξα: Ηλειακή Γραμματολογία. Πύργος. 1963. Ο Γ.Π. ανθολογείται στις σελίδες 110-112. 3. Περιοδικό: Διάλογος. Τρίμηνη έκδοση της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών «ο Ανδρέας Καρκαβίτσας». Τεύχος 5. 1979. Σελίδες 27-37. Στο εξώφυλλο του τεύχους πίνακας του ποιητή. 4.Ανδρέα Φουσκαρίνη: Γιώργης Παυλόπουλος. Ο ποιητής των αφανών. Εφημερίδα: «Αδέσμευτη» Πύργου. Φύλλα 18ης και 19ης Μαρτίου 1980. 5.Γιώργη Παυλόπουλου: Το Κατώγι. Ερμής. Αθήνα, 1971. Σελ. 62. 6. Οι πληροφορίες από το αφιέρωμα του περιοδικού «Διάλογος» της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών στον «Πυργιώτικο Παρνασσό» και το περιοδικό «Οδυσσέας», των οποίων ο Γιώργης Παυλόπουλος είχε διατελέσει δραστήριο μέλος. Τεύχος 18,Μάρτης 1983, σελ. 7-24, όπου και συνέντευξη του ποιητή για αυτά τα θέματα στον συντάκτη του παρόντος κειμένου. 7.ό.π.π. σημ. 5 8. Θόδωρου Βαρουξή: Η θέση του Παυλόπουλου στην Ελληνική ποίηση. Περιοδικό «Διάλογος» της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών, τεύχος 5, 1979,. σελ. 28-33. 9.ό.π.π. σημ.8. 10.ό.π.π. σημ. 2. 11. Κριτική για το βιβλίο στην εφημερίδα «Το Βήμα», 9-11-1971. 12. Γιώργη Παυλόπουλου : Το Σακί. Κέδρος. Αθήνα, 1980. Σελ. 54. 13. Για το τι εννοώ με αυτούς τους όρους , δες το κείμενό μου: Οι διανοούμενοι της επαρχίας και το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου τους. Στο περιοδικό «Εκ Παραδρομής», τεύχος 6, 1987, σελ. 16-21. 14. Πρόκειται για τα ποιήματα: ΄Άδης, δημοσιευμένο στη συλλογή: Μεταίχμιο, Ιδιωτική ΄Έκδοση, Αθήνα 1951, σελ. 34 και «Συλλογή Ι, 1951-1964», Ερμής, Αθήνα 1976. Το «΄Άσμα VII, Πάρις,» απ΄τη συλλογή «΄Άσματα», Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1953, σελ. 26-29 και «Συλλογή Ι»,σελ. 62-65. Και το ποίημα: «Κάθε πρωί», από τη συλλογή «Η Νύχτα και η Αντίστιξη», Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1959, σελ. 27-28 και «Συλλογή Ι», σελ. 229-230. 15. Για όλα αυτά δες το αφιέρωμα στον «Πυργιώτικο Παρνασσό» του περιοδικού «Διάλογος», της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών, τεύχος 18, του 1983, σελ. 7-24, όπου και συνέντευξη που μου παρεχώρησε τότε ο ποιητής σχετική με την εποχή, τον σύλλογο και τη δράση του. 16. Νίκου Καχτίτση: Το Ενύπνιο. Ιδίοις αναλώμασιν. Θεσσαλονίκη, 1960. Η αφιέρωση γράφει με μελάνι και με μικρά καλλιγραφικά γράμματα στο αντίτυπο που κρατάει ο ποιητής στο αρχείο του: «Στο Γιώργη. Με παντοτινή αγάπη. Ο ΄Άλλος. Μοντρεάλη, 12 Febr. 1961».16. Εφημερίδα «Το Βήμα», 6-11-1971 και «Πάνω Νερά», Ερμής 1973, σελ. 17. 17. Εφημερίδα «Το Βήμα», 6-11-1971 και «Πάνω Νερά», Ερμής 1973, σελ. 17. 18. Το Βήμα, 9-11-1971: Με τις σταθερές του Σεφέρη. 19. Εννοεί το κείμενο του Γιώργη Παυλόπουλου: «Από μια πρώτη συγκίνηση», που περιλαμβάνεται στον τόμο: «Αφιέρωμα στο Γιώργο Σεφέρη», σελ. 149-151. 20. ΄Ο.π.π. «Το Βήμα», 9-11-1971. 21.Περιοδικό «Διάλογος», τεύχος 5 του 1979, σελ. 34—37. Το άρθρο ολοκληρώνεται στο επόμενο τεύχος. 22.΄Ο.π.π. σημ. 21. 23.«Το Κατώγι», ό.π.π. σελ. 11-22. 24.Θουκυδίδου Ξυγγραφή, Βιβλίο 2ο, κεφ. 35-46 25.΄Ο.π.π. σημ. 18. 26.Λουκιανού έργα, τόμος Α΄. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δ. Μάνος και Δ. Ζαγορίτης. «Ζαχαρόπουλος», όπου περιλαμβάνονται και οι «Ενάλιοι Διάλογοι». Ο Αλφειός στη σελ.11-13 27.Γιώργης Παυλόπουλος: Το Σακί. Κέδρος, Αθήνα, 1980, σελ. 54. 28. Δες το ποίημα: Τελευταίος Σταθμός. Στίχοι 89-95. Γιώργος Σεφέρης: Ποιήματα. Ενδεκάτη έκδοση. ΄Ικαρος. Αθήνα. 1977. Σελ. 215. 29. Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, IX,145 Ib 3-4: «Φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν, η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει». 30. Κατά Λουκά, 23, 46. Ανδρέας Φουσκαρίνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου